Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Ο ΣΤΟΧΟΣ (Αναγνωστάκης)





το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες
καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας

το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες

(Μ. Αναγνωστάκης)

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

επί της Αττικής Οδού...


Επέστρεφα. Η Αττική Οδός πλούσια σε ουρανό και μπετόν μου χάριζε έναν ορίζοντα σπάνιο για μάτια που ξυπνάνε μετά τις εφτά. Ώρα των χρωμάτων, ώρα των πουλιών, του φεγγαριού που ισορροπεί το σκοτάδι. Ώρα των σκέψεων, της ανάσας που ανακουφίζει τη θλίψη της πεπιεσμένης μας ζωής.

«Τις ει;» Ακροβατεί η απάντηση και τρώει τον εαυτό της πριν να συμβεί τίποτα κακό. Ανάμεσα στις παύσεις, στις τελείες και τα κόμματα υπάρχει πολύς κόσμος, πόσο μάλλον ανάμεσα σ΄ έναν καθρέφτη και το πρόσωπο. Αλλά να, συνηθίζεται να παίρνουμε για αλήθεια όλα τα ψέματα και να τα μετουσιώνουμε σε ζωή κι αυτά, «απολύτως πραγματικά», έτσι νομίζουμε.

Καθρεφτιζόμενη πορεύομαι επί της Αττικής Οδού, θαυμάζοντας το φως να ζωντανεύει. Κι απλώνεται η πόλη, κάτω από αυτό το ανατέλλων, σα θεριό. Λίγα χιλιόμετρα ακόμα κι εγώ θεριό. Αλλιώς τι βίο θα διάγω; Ή θα με πουν τρελό ή βλάκα. Και πώς να προστατέψω τον εαυτό μου από τέτοια βλέμματα. Το «φαίνεσθαι», κύριοι. Αυτό επιδοτείται τη σήμερον ημέραν. «Χαλβάς σιμιγδαλένιος με κουκουνάρι» ή «βακαλάος με φινόκιο» είναι η ζωή μας, «εις δόξαν Θεού» οπωσδήποτε.

Παράθυρο καθημερινό κι αδιέξοδο, λόγια, λόγια, λόγια και μικρά χαμόγελα να κρύψουμε την απογοήτευσή μας. Τουλάχιστον κάποτε είχαμε έναν λόγο καθαρό να παλεύουμε. Τον ονοματίζαμε Τούρκο, Γερμανό, Χούντα ή Χριστό και ριχνόμασταν στη μάχη. Όχι εγώ, ο πατέρας μου ή ο παππούς μου, δεν θυμάμαι. Απλοί άνθρωποι που πίστευαν πως άλλαζαν τον κόσμο. Και τον άλλαξαν. Ευτυχώς πεθάνανε χωρίς να δούνε...

Και τώρα εγώ, εδώ, παλεύω για ένα θεριό χωρίς όνομα. Και χωρίς όνομα πώς να το δω; Πώς να το αντικρούσω; Μοιάζει με το Θεό που με είχες διδάξει, πατέρα, είναι παντού και παντοδύναμο, σα μαριονέτα με χορεύει στο ταψί αν τύχει κι ό,τι θέλει δεν του δίνω, βλέπει τα πάντα και να του ξεφύγω είναι αδύνατον, έχει απαιτήσεις από μένα, πατέρα, υποταγή, κάποια θυσία ίσως, αν και η ζωή μου δεν έχει αξία παρά μόνο ως αριθμός - στο πλήθος των αριθμών προσθέτει ένα ακόμα - τι λίγο. Μικρό ανόητο ένα, τοσοδούλι μου εαυτέ, αντέχεις;

Κατηφορίζοντας, προχθές, την Πατησίων με το ποδήλατο και το θάνατο δίπλα-δίπλα να μ΄ ακουμπάει, στο αριστερό μου χέρι, στο πεζοδρόμιο αριθμός 70, είδα έναν τρελό. Είχε στήσει σπίτι χάρτινο δίπλα στο δρόμο και με μια ντουντούκα διαλαλούσε πως τάχα δεν χωράει στα ρούχα που του δίνουν, «τα δάχτυλά μου στρέβλωσαν στα ωραία σας παπούτσια, κύριοι, κοιτάχτε!» φώναζε, αλλά κανείς δεν σταματούσε ούτε να δει. Τον ρώτησα «τι περιμένεις» κι απάντησε «τα πάνω να κατέβουν, τα κάτω να ανέβουν», «μα δεν μπορεί» του είπα, «είμαι ένα δόρυ» γρύλισε «στην χοντρή τους κοιλιά», «νομίζω πως παραληρείς χωρίς φαΐ τόσο καιρό έχεις ξεχάσει πώς σε λένε», «όχι» μου λέει «τώρα ξέρω, τώρα έχω έναν σκοπό να ζω», «μα θα πεθάνεις, φίλε μου», «ε, να πεθάνω, τότε!» φώναξε και μου γύρισε την πλάτη.

Κατά μήκος της Αττικής Οδού βομβαρδίζομαι ακατασχέτως από διαφημίσεις του τύπου «δόξασε τον Κύριο, αγόρασε κι εσύ ένα εισιτήριο», ή «το Πάσχα γιόρτασε με μιαν ωραία μάσκα», ή «δώρισε ένα γκατζετάκι κι άσε στην άκρη το γκαζάκι» ή «μη ζητάς καθόλου χώρο, κέρδισες άλλο ένα δώρο», ή «κατανάλωσε, κοιμήσου, κάθε μέρα να είναι ίδια, είναι ωραίο να πετάς τη ζωή σου στα σκουπίδια». Σκέφτηκα πως ο τρελός μάλλον θα αδιαφορούσε για όλα αυτά κι έτσι δεν του πήρα τίποτα, ούτε πέρασα ξανά να τον δω, γιατί φοβήθηκα μήπως λιμοκτονήσω κι εγώ μαζί του και δεν ήμουν έτοιμη ακόμα.

Επέστρεφα. Η Αττική Οδός πλούσια σε ουρανό και μπετόν μου χάριζε έναν ορίζοντα σπάνιο για μάτια που δυσκολεύονται να ξυπνήσουν. Επέστρεφα σπίτι.