Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

λΟγΙκΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΤρΕλΑς (Θέατρο του Δρόμου)


ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

λΟγΙκΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΤρΕλΑς
(νοηματικοί ακροβατισμοί σ΄ ένα ακαθόριστο σύμπαν)


ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Σημείο συνάντησης: Σταθμός από καιρό εγκαταλελειμμένος. Θέση: Κάθετα ή οριζόντια κάτω από βλέμματα-καρφιά. Προορισμός: Ιθάκη. Επιβάτες: Νέοι εκκολαπτόμενοι καλλιτέχνες, σπουδαστές παντός επιστητού, ψαγμένοι τύποι, ποιητές, απλές νοικοκυρές ή περαστικοί που κοντοστάθηκαν από περιέργεια.
Η τυχαιότητα σαφώς στην υπηρεσία του σκηνοθέτη. Η μουσική αντηχεί από κάπου μακριά ή από κάπου κοντά, δεν έχει σημασία. Όχι δεν θα πω κάτι για τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό, γιατί το βαγόνι είναι μικρό αλλά η τέχνη χωράει παντού. Σαν τρένο που κινάει και δεν ξέρουμε, θα φτάσουμε άραγε; Αυλαία.


ΧΩΜΑ ΚΙ ΑΣΤΕΡΙΑ

 
Στάση πρώτη. Βιολετί νησί στη μέση της ασφάλτου. Το φανάρι ανάβει. Σβήνει. Ανάβει. Η τρελή φορώντας τα καλά της, χαμογελά και μας υποδέχεται με κέρασμα λικέρ. Δύσκολο να αντισταθείς σε τέτοια ομορφιά. Αχ, σας περίμενα. Είμαι τόσο μόνη εδώ. Παρακαλώ περάστε. Πάρτε κάτι. Είμαι τόσο μόνη. Την προσπερνάμε πάραυτα έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να κάνουμε κάθε μέρα, αν και με μια μικρή συστολή αφού δεν ξέρουμε – αυτό είναι που περιμένει από μας ο σκηνοθέτης;
Γιατί κατ΄ άλλους «εν αρχή ην το πυρ».Έτσι ,στητοί κι επίμονοι, κάτω από τον ψεύτικο πυρσό οι επίδοξοι εραστές απορούν για το μπουλούκι που άξαφνα μαζεύτηκε μπροστά στην πόρτα τους. Και τι είναι αυτά που εξιστορείτε για κύματα βουνά πάνω από θάλασσες φεγγάρια; Εκ του μηδενός μηδέν! Εμείς να γαμήσουμε ήρθαμε, φύγετε!

Στάση δεύτερη. Μετέωρες ευχές και απορίες και χρώματα και φώτα παράξενα – μυστικά που αποκαλύπτονται μόνο σ΄ εκείνον που βλέπει. Στα υπόγεια θα διαδραματιστεί η επόμενη σκηνή, τεντωμένη σε μια σκάλα από ποιήματα ή σε μιαν απλώστρα για φάσματα μωρά ή σε μια κρεμάστρα για έναν που πνίγεται ή σ΄ ένα στοίχημα για δύο που αδημονούν. Ψηλά και μακριά η απόδραση. Ίσως ο στυλίτης στην κορυφή τ΄ ουρανού να ξέρει. Παίζει ή ξεψυχά; Εκκρεμεί η απάντηση, λεπτοδείκτης που μετρά μέχρι την επόμενη μέρα στον ίδιο δρόμο. Ως τότε χαμογέλα μπορεί και να μην είναι αλήθεια…

Στάση τρίτη. Η νύχτα ηχεί σαν πλαστική βροχή. Και δείτε εκεί πώς κείται τσακισμένο πια, αφανές στα μάτια των βιαστικών, σιωπηλό και υποταγμένο, στο χρόνο και στη φθορά. Από κουτιά, σας λέω, από σκόνη είναι φτιαγμένο αυτό το παρασκευαστήριο. Δείτε το πώς σκίζεται κάθε φορά που κάποιος στρέφει το βλέμμα αλλού, πώς σκορπίζεται σε ανατολή και δύση. Ρεκλάμες από την πρώτη εποχή, χαμηλά ταβάνια, ασύμμετροι όγκοι μηχανών του σιδερένιου παρελθόντος, ράφια, ράφια, ράφια, εκθέματα ζωής τελειωμένης. Έργο τέχνης, σας λέω, έργο τέχνης είναι αυτό το παρασκευαστήριο. Και πόσοι έχουν ζήσει, πόσοι έχουν πεθάνει εδώ τυλιγμένοι σε ρολά κίτρινο χαρτί. Δείτε το πώς στέκεται κάθε φορά που κάποιος απλώνει το χέρι.

Όχι δεν θα πάρω άλλο λικέρ. Νύχτωσε τώρα. Μια σούπα από χώμα κι αστέρια είναι ότι πρέπει τέτοια ώρα...


ΕΚΛΟΓΙΚΕΥΣΗ ΕΝΟΣ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΥ


Ίπταται πάνω από έναν κόσμο που προσπαθεί να καταλάβει. Η μεταστροφή* είναι πέραν κάθε φαντασίας. Φωνάζουν τρελή την ανυπόκριτη. Σα να λέμε, αυτήν που δεν λειτουργεί υπό την κρίση των άλλων. Ίπταται πάνω από έναν κόσμο που προσπαθεί να την ενσωματώσει.

Ερώτηση: Πόσο αληθινή μπορεί να είναι μια πραγματικότητα; Ο άνθρωπος που δεν εντάσσεται μοιάζει παράξενο πουλί. Η επιβεβαίωση αυτή ακυρώνει τη λογική – την τυπική, για τις άλλες δεν ξέρω. Αλλά αύριο θα ξημερώσει νέα μέρα – a priori συνθετική η πιθανότητα. Κι άλλωστε υπάρχει θεός και βλέπει – a priori αναλυτική. Αν υπάρχει.

Κάτω από τον στύλο της ΔΕΗ παρατάσσεται ο σύγχρονος κόσμος. Αλλά μια φωταγωγημένη επιφάνεια δεν αρκεί για να δείξει την αλήθεια. Το φως δημιουργεί σκιές, αντανακλάσεις, μιαν ολότελα ψευδαίσθητη τάξη. Κι ο χρόνος τρέχει. Κόκκινα φτερά οφείλει η φαντασία. Να δημιουργεί. Μα η τρελή άγει το βίο της καταδικασμένη να πετάει εν απουσία μήπως και θυμηθεί αυτό που ξέρει πως έχει ξεχάσει από καιρό.

Όχι κύριοι δεν θ’ ακολουθήσει τις οδηγίες μας απόψε. Θ’ αυτοσχεδιάσει. Το απλό είναι όμορφο. Κι εξάλλου έχει συνηθίσει, με τόσες επαναλήψεις, τη ζωή. Τα όνειρα προσφέρουν όνειρα. Κι εκείνη όταν ξυπνήσει θα ζήσει. Βλέπω πως την παρατηρείτε σαν ένα φάντασμα. Μια προβολή χωρίς επαφή, οπωσδήποτε. Ελάτε να επικοινωνήσουμε. Θα μας δώσει το τηλέφωνό της κι εμείς θα το χάσουμε. Ύστερα εκείνη θα κρεμιέται κάθε βράδυ από το ακουστικό για μιαν απάντηση και θα μας σκέφτεται το δίχως άλλο. Μην ανησυχείτε, ένα τραγούδι θα μας πει μόνο. Σα θηλιά. Να άρει τις βεβαιότητες. Να αναζητά το πρόσωπο πίσω από το προσωπείο.

Άνοιγμα στη μέσα θάλασσα. Μικρή υπέρβαση. Τίποτα δεν είναι ίδιο από τη στιγμή που κάποιος το κοιτάζει. Το παρατηρούμενο αλλάζει. Έχει δική του ζωή και απαιτεί: Η θάλασσα μέσα μου φουσκώνει και με κυνηγά. Η τρελή κατανοεί την αδιέξοδη φύση της, εννοεί ελευθερώνεται. Ο χρόνος καθαιρείται. Το νόημα αναζητά τη σημασία του. Αλλά η λογική σκέψη δεν μπορεί να διεισδύσει στην αλήθεια. Και μένει μετέωρη, εκεί, η απορία…
*μεταστροφή των κωδίκων: «το σύμπλεγμα των σκέψεων και αναπαραστάσεων για την ερμηνεία του κόσμου που εμφανίζεται ως Απόλυτη Αλήθεια στο σκεπτόμενο υποκείμενο, προκαλώντας μιαν αυταπάτη, μιαν απόκρυψη, μιαν απόδραση από την πραγματικότητα». (Jaspers)


ΠΙΡΟΥΕΤΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΙΝΟ ΠΟΥ ΑΔΗΜΟΝΕΙ (θέση στο πάτωμα σε grand ecart με το πίσω πόδι και το ένα χέρι ψηλά)

στην αρχή το φως
διασπώμενο σ΄ έναν κόμπο από ιδρώτα
έπειτα η εμπειρία
αλλοπρόσαλλο χορευτικό στις άκρες των νυχιών
κι ύστερα πάνω στις πέτρες
η ερώτηση
ποιος αντικατοπτρισμός λάμπει στο σκοτάδι τόσο
και κρατάς τα μάτια σου ανοιχτά
μη τυχόν μείνει μετέωρο
το επόμενο βήμα;


ΦΥΣΙΚΗ ΑΝΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ


Το βλέπετε εκείνο το παράθυρο που φέγγει μέσα στο σκοτάδι και τη φθορά;
Είναι οι νύχτες της αγρύπνιας

που η ψυχή φοβάται να κοιμηθεί.
Φοβάται, μη τυχόν και δεν έχει ποτέ ξυπνήσει.

Και τι να πεις σ΄ ένα παιδί που δεν το χωράει ο κόσμος που του δείχνουν;
Σε ποια καμπύλωση του χρόνου να τρέξει να κρυφτεί;
Με τι ανάσα;
Κι αν η συνάρτηση του ονείρου του ποτέ δεν κβαντωθεί;...



ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ


(…) Έτσι έβγαλα έξω μετά από καιρό την τρέλα μου μέσα. Την πήγα βόλτα στο παρκάκι της γειτονιάς, της έδειξα τις πάπιες, τα ξένοιαστα παιδιά, τα μπαλόνια δεμένα στην κλωστή, τον ουρανό να γελά. Την κέρασα καφέ και της αφηγήθηκα μια ιστορία για ένα κορίτσι που κάθε βράδυ ονειρευόταν ότι θυμόταν ξαφνικά πως κάτι είχε ξεχάσει.

Έμοιαζε, λέει, να είχε ξεστρατίσει καιρό τώρα κι ο δρόμος για το πίσω είχε χαθεί μες στην ομίχλη και τα χρώματα της λήθης. Ή σα να είχε παραβλέψει να στείλει κάπου ένα μήνυμα κι αυτοί που το περίμεναν είχαν πεθάνει πια μες στην απελπισία και την αναμονή. Ή σα να είχε πατήσει από απροσεξία ένα κουμπί και το χρέος έφτανε τώρα στα σύννεφα κι ακόμα πιο μακριά στα αστέρια που έχουν σβήσει ολότελα. Και ποιος να της θυμίσει τι είναι αυτό και πώς να ξεπληρώσει;

Ακούγοντάς με, δυο πουλιά φτερούγισαν ανήσυχα και χάθηκαν πίσω απ΄ τον ήλιο. Και δυο παιδιά σταμάτησαν τα γέλια κι έτρεξαν να κρυφτούν στην αγκαλιά της μάνας τους. Και δυο σταγόνες δάκρυα ξεπήδησαν σα φλόγες παγερές να κάψουν ό,τι περίμενε και δεν μπορούσε άλλο να κρυφτεί. Η τρέλα μου μέσα έκλαψε κι αυτή. 

Έτσι έγινε κι όταν το βράδυ ησύχασε τρύπωσε μέσα στ΄ όνειρο να μάθει την αλήθεια. Και είδε τη γυναίκα μ΄ έναν γκρεμό στο στήθος που ανέμιζε μπαλόνια δεμένα στην κλωστή. Και σιγοτραγουδούσε μα ήτανε σα να μάλωνε αυτή τον εαυτό της: Να με κατηγορείς ότι είναι κιόλας μεσημέρι κι ύστερα να κλαις σα μικρό παιδί. "Το γλυκό τέλειωσε, μαμά, σου λέω!" Τι με κοιτάς; Για μένα είναι ήδη απόγευμα και στα δελτία των ειδήσεων σε λίγο θ΄ αναγγείλουνε τον ερχομό της νύχτας. Μη μου τραβάς τη φούστα, ο κόσμος βλέπει! Τα είδα τα μπαλόνια που φοβήθηκες ν΄ αφήσεις. Πρέπει να σου το πω – εντέλει δεν γλιτώνω. Χορεύουμε ψυχή μου. Χορεύουμε και πάμε από ζωή σ΄ άλλη ζωή. Και το χαμόγελο κι ο φόβος είναι που θ΄ ανταμώσουμε χορεύοντας το θάνατο…

Ύστερα η γυναίκα έλυσε την κλωστή και τα μπαλόνια πέταξαν. Το κορίτσι δεν μίλησε ξανά. Πήρε μια πέτρα και στάθηκε πάνω απ΄ τον γκρεμό. Η τρέλα μου αποκοιμήθηκε μέσα στη σιωπή, μα η μέρα ήδη ξημέρωσε κι ακόμα να ξυπνήσει...



ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΟΣ ΘΕΤΙΚΟΥ ΜΥΑΛΟΥ


Εύθραυστες συντεταγμένες
Γεωμετρικά σχήματα
Επικίνδυνα
Ο νους θα πέσει
Κρυστάλλινη η οροφή του κόσμου
Όλα είναι διάφανα στα μεγάλα βάθη – στα μεγάλα ύψη
Χορός από χρώματα και φως
Κι ένα σκοτάδι στη μέση – το πιο σκοτεινό

Κι εκείνη, ακροβάτης του ακαθόριστου
- εξόριστη από κάθε λογική νοηματοδότηση -
Δείχνει με το δάχτυλο το χάσμα μονολογώντας
Ο χρόνος είναι ένα παιχνίδι για παιδιά

Ολότελα ξένη
Ολότελα γυμνή
Ανοικειώνει το ανοικείωτο
Αόρατη και συμπαγής η αναμέτρηση
Προσδένεται στο άπειρο και διαιρεί


Κενό εις το πηλίκο…



λΟγΙκΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ

Το σύμπαν είναι αόρατο
ψευδές κι ανθρωποφάγο.
Κι αυτή, που ζήλεψε μια λύση
σαν του λαγού το λάχανο
έχει τώρα στον κήπο της
μια ωραία μαύρη τρύπα.

Θα κρύβομαι κάτω απ΄ το φως να μην με βρίσκει ο φόβος και τι να μου ΄χει λάχει 
"Όλα είναι εδώ και σήμερα." Το σήμερα είναι επίρρημα, θα λέω, δεν υπάρχει...


ΥΠΟΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΜΙΑΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΣ


Μια φορά κι έναν καιρό ένα μικρό ξωτικό γύρναγε ξυπόλητο στους δρόμους, ζωγράφιζε καράβια κι ονειρευόταν σύννεφα από γλυκό κεράσι και μαρμελάδα βερίκοκο. Μετά μεγάλωσε. Έγινε γυναίκα. Φόρεσε κόκκινα φτερά κι ευχαριστήθηκε τον αντικατοπτρισμό. Ταξίδεψε παντού ως πέρα στους τόπους χωρίς όνομα. Στα δάχτυλά της πρόσθεσε τον κόσμο όλο. Τριαντάφυλλα ομελέτα και τουλίπες με τόνο πόθησε η καρδιά της. Απέκτησε πρόσωπο υαλουρανικό και θαύμασε πολύ τη νέα της τρέλα. Πέρασαν χρόνια.

Μια νύχτα κοίταξε πίσω απ΄ τον καθρέφτη. Μακριά πολύ της φάνηκε σα να άκουσε ένα κλάμα παιδικό κι έσκυψε να δει. Κανέλα και ροδόνερο! Ήταν το ξωτικό που έκλαιγε φοβισμένο στο βάθος του πηγαδιού και μια φωνή επαναλάμβανε άγρια, σχεδόν τραγουδιστά, τι λείπει; Τότε η γυναίκα άρχισε ένα σιγό μουρμουρητό που έμοιαζε με παράπονο.

Ζηλεύω τους ανθρώπους με τα βαθιά χαμόγελα. Τις μητέρες που γέρνουν ήσυχα τα απογεύματα πάνω απ΄ το θαύμα. Ζηλεύω αυτούς που ζουν απλά, χωρίς στολίδια περιττά και βάρη από γιρλάντες. Ζηλεύω τη ζωή.

Ύστερα σηκώθηκε, ντύθηκε τα καλά της, έβγαλε τον κλέφτη από την πρίζα, πήρε ένα μπουκάλι με κέρασμα λικέρ και βγήκε ξυπόλητη στο δρόμο…


Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ
 

Τελευταίο πέρασμα, ανάμεσα απ΄ τα πόδια της. Τ΄ ανοίγει ολότελα η τρελή αιωρούμενη σαν ύφασμα ξεφτισμένο απ΄ τον καιρό. Άφησε το βιολετί νησί της κι ήρθε τρέχοντας με τον αέρα να προλάβει να ζήσει. Μάτια λαίμαργα, ομφάλιοι λώροι, στόματα ανοιχτά, καιόμενες γλώσσες, όλοι του κόσμου οι πεινασμένοι την ακολουθούν με ρυθμό. Και η μουσική – ένα βιολί ή ένα σαξόφωνο ή ξεχασμένο κάποιο ράδιο ανοιχτό κάπου κοντά ή κάπου μακριά, δεν έχει σημασία – άκου πώς μας συνδέει ανάλαφρα κάτω από το φως της ολοένα ανατέλλουσας τυχαιότητας ή τέχνης ή ζωής. Και να, κοίτα με, χορεύω κι εγώ δεμένη με σχοινιά απ΄ την ίδια κορυφή ακροβατώντας στο τόξο μαζί με την Ιθάκη και μ΄ όλα της τα πρόσωπα. Ψηλά και μακριά η απόδραση…



ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΡΕΝΟ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑ


πρόσωπα.
πρόσωπα τραβηγμένα. αδιάφορα.
πρόσωπα φοβισμένα.

μάτια. μάτια διάφανα.
μάτια τυφλά.

(φώτα.)

τις ει;
κανείς δεν ρώτησε κι απόψε.
και τρέχω στις ράγες ενός τρένου βιαστικού.
στις ράχες μου.
εγώ ειμί το φάσμα. το φόρεμα το λεπτό. το εύθραυστο.
αφανής παραστέκεται ο ίσκιος μου στον ίσκιο σας.

(τα φώτα ανάψτε.)

ο κόσμος έρχεται.
ασταθής πάντα.
κι εγώ ολόκληρη. ανοιχτή.
μπροστά σε όλους υποκλίνομαι.
να μην καταδεχτείτε ούτε ένα βλέμμα.

(σβήστε τα φώτα.)


χέρια αδειανά. γέφυρες.
γκρεμοί. αλυσίδες.
χορός από υ-φάσματα στον αέρα της νύχτας που επιμένει.
χέρια υψωμένα.
να δείχνουν. να αποκόπτονται.
παρόντα παρελθόντα.
λαμπερά κι απαστράπτοντα.
άστρα που κάποτε αν υπήρξαν.
του θάνατου ίχνη.

εγώ ειμί το φά-ντα-σμα που σας φοβίζει.
αύριο πάλι...



ΕΠΙΜΥΘΙΟ


Χιλιάδες νεκροί συνωστίζονται έξω απ΄ την πόρτα της.
Ωστόσο η τρελή δεν γίνεται ν΄ απαρνηθεί την τρέλα της χωρίς να χάσει τον εαυτό της. Αλλά αυτό είναι που σχεδίαζε εντέλει ο σκηνοθέτης;

Εκκρεμεί η απάντηση: Ωκεανός γεμάτος ψάρια…
Αυλαία.



Γ. Α. Β. (2009-2012)