Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Έξω, Χριστούγεννα...



Μεσάνυχτα. Ο άνδρας ανοίγει την είσοδο της πολυκατοικίας. Σφηνώνει ένα χαρτί στο κάτω μέρος της πόρτας. Η νύχτα ακίνητη. Στον δρόμο κανείς. Ένας στρόβιλος ορμά από την ανοιχτή πόρτα, παγώνει την ανάσα του. Ο άνδρας ανεβαίνει στον τρίτο. Κοντοστέκεται μπροστά στην πόρτα του γείτονα, ενενήντα μοίρες από τη δική του. Αφήνει τα κλειδιά του διαμερίσματός του απέξω. 
   Όλο το απόγευμα τακτοποιούσε τα πράγματά του. Περίμενε κόσμο. Έπλυνε κάτι ξεχασμένα πιάτα στον νεροχύτη. Μάζεψε τα σκουπίδια. Έστρωσε το κρεβάτι. Μ’ ένα πανί καθάρισε το υπηρεσιακό του όπλο, ένα Beretta ενενήντα δύο, διαμετρήματος εννέα, τελευταίο μοντέλο. Δοκίμασε τα δάχτυλά του στη σκανδάλη. Κλείστρο από ανοξείδωτο ατσάλι, μοχλοί ασφαλείας, λαστιχένια λαβή… Το ακούμπησε στο κομοδίνο. Στον καθρέφτη του μπάνιου, τριάντα χρονών μαλλιά και μάγουλα, ίδια με του πατέρα του. Το βλέμμα της μάνας του και η θλίψη της εγκαταστημένη. Πέντε ημέρες αξύριστος. Ξυρίστηκε.  Απόψε στα μάτια του μια τρελή λάμψη.
            Μήνες τώρα δεν του βγαίνουν οι αριθμοί. Εννέα χιλιάδες ευρώ τα χρωστούμενα. Το χαρτί από το Ειρηνοδικείο διπλωμένο και σφηνωμένο κάτω από την εξώπορτα της πολυκατοικίας. «Ειδοποίηση κατάσχεσης. Επισπεύδων…». Θα ενημερωθεί και η υπηρεσία του. Αυτό το τελευταίο τον σάστιζε. Δεν τα είχε υπολογίσει καλά. Έχανε το σπίτι. Όφειλε. Όφειλε στον πατέρα του, που ονειρευόταν αξιώματα και τιμές και μεγαλεία. Όφειλε στη μάνα του και στην αγωνία της να τον δει τακτοποιημένο. Το σπίτι ήταν δικό της. Η αξιοπρέπειά του κομμάτια. Ένας άχρηστος ήταν. Εννέα χιλιάδες ευρώ το χάσμα που τον κατάπινε.  
            Βγάζει από την ντουλάπα την επίσημη αστυνομική του στολή. Ένα-ένα κατονομάζει τα εξαρτήματα σαν να είναι κομμάτια του σώματός του και τα φοράει. Υποδύτης χρώματος λευκού με περιλαίμιο, χιτώνιο χρώματος βαθυκύανου, περισκελίδα τρικό χρώματος μαύρου, λαιμοδέτης χρώματος μαύρου, ζωστήρας δερμάτινος απλός, σκαρπίνια χρώματος μαύρου λουστρίνια, χειρόκτια χρώματος λευκού, το πηλήκιό του χρώματος βαθυκύανου, επωμίδες περαστές στο χιτώνιο, πάνω εκεί τα διάσημά του. Το καθήκον. Σβήνει τη λάμπα του δωματίου. Η νύχτα κρύβει όσα ο νους του δεν μπορεί ν’ αντέξει. Η μάνα του θα ορμούσε στο ασανσέρ. Ούτε που θα πρόσεχε την ανοιχτή εξώπορτα. Και το χαρτί. Ένα ασημένιο φως εκκρεμεί. Ο πατέρας του θα γύριζε το κλειδί του διαμερίσματος. Το χέρι του θα έτρεμε. Σαν σπαθί πάνω από το κεφάλι του. Όλα σωσμένα μετά, χωρίς γυρισμό. Ποδοβολητά. Ο γείτονας θα ξυπνούσε. Έξω, Χριστούγεννα.
            Τρεις ξημερώματα. Παραχωρεί τα υπάρχοντά του μ’ ένα εσεμές. Εννέα χιλιάδες ευρώ ξεπληρώνει απόψε. Όλα τ’ άλλα στον αδελφό του. Πολλή ώρα τα δάχτυλά του σ’ εκείνες τις λέξεις. Η αξιοπρέπειά του ακέραια. Τα δάχτυλά του στο υπηρεσιακό του όπλο. Να μη λυπηθεί κανείς.  
            Εφτά ημέρες αργότερα, ο χρόνος θα άλλαζε χωρίς αυτόν.
             
             
(Γεωργία Βεληβασάκη)


Εξωδιηγητικό σημείωμα της γράφουσας: Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που συνέβη στις 25 Δεκεμβρίου 2016 στην Αθήνα. (Αν είναι του κόσμου οι απελπισμένοι να σωθούν από μιαν απρόσμενη αλλαγή της τύχης, μία μελωδία, έναν χτύπο στην πόρτα τους την κατάλληλη στιγμή, ας γίνει...)


Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Ηλικιωμένες γυναίκες


(Άσκηση γραφής, εικονοποιητική γραφή)

Σήμερα η κυρία Ζερδέ κλείνει τα ογδόντα. Ζει μόνη της σε μια πολυκατοικία της οδού Αγαθουπόλεως στο κέντρο της Αθήνας. Κοιτάζει από το παράθυρο το δρόμο. Η Όλγα βγάζει τα σκουπίδια της. Μόνη κι αυτή. Κάποτε συλφίδα, χορεύτρια στα μπολσόι. Σήμερα ογδόντα πέντε κιλά και άλλα τόσα τα χρόνια. Η κυρία Ζερδέ της γνέφει «έλα». Βάζει το μπρίκι στο καμινέτο. Ανοίγει ένα κουτί μπισκότα. Στρώνει το καλό σεμέν. Βγάζει το καλό σερβίτσιο. Τα ακουμπάει όλα στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Ανοίγει την πόρτα.
Η κυρία Ζερδέ: «Έλα μέσα. Κάνω καφέ. Σκέτο, μερακλίδικο, όπως σ’ αρέσει. Έχω γενέθλια.»
Η Όλγα: «Και με καφέ θα τα γιορτάσεις, κυρά;» χαχανίζει και σέρνει τα πόδια της στο πάτωμα μέχρι να φτάσει στην καρέκλα δίπλα στο τραπέζι. «Ε και να 'ταν ανάποδα όλα. Και να μικραίναμε, λέει, αντί να μεγαλώνουμε. Να γινόμασταν ξανά μωρά. Να ξαναμπαίναμε στη μήτρα της μάνας μας».
Η κυρία Ζερδέ: «Καλά τα λες εσύ, μα...» Ίσα που προλαβαίνει να τραβήξει το μπρίκι από το καμινέτο.
Η Όλγα: «Α, να πάνε οι πίκρες μας και να μη ματαρθούν».
Η κυρία Ζερδέ: «Εμ, πάνε οι πίκρες μας, Όλγα μου. Πάει κι η ζωή μας».
Η Όλγα: «Και χωρίς τούρτα γενεθλίων τι γενέθλια θα κάνομε;»
Η κυρία Ζερδέ: «Γενέθλια των γερόντων. Πάρε ένα μπισκότο. Θέλεις νερό;» Στέκεται μπροστά στη βρύση. Γεμίζει δύο ποτήρια. «Πες μου τα νέα σου».
Η Όλγα: «Η Νερίνα μου παραπονιέται. Και η Λοπατκίνα μου το ίδιο. Δεν θέλουν, λέει, να χορεύουν άλλο. Θέλουν μόνο να κάθονται και να με κοιτάνε».
Η κυρία Ζερδέ ακουμπάει τα ποτήρια στο τραπέζι. Κάθεται στην καρέκλα. Το βλέμμα της πέφτει στη φωτογραφία τού άνδρα της κορνιζαρισμένη στον απέναντι τοίχο. Κορνιζαρισμένα τα χρόνια της δυστυχίας της μακριά του. Από τότε που πέθανε, ένα σάβανο η ζωή της και μια σύνταξη που της άφησε ν’ αγναντεύει τον άδειο καιρό. Παιδιά δεν είχε. Όχι πως δεν ήθελε. Μία φορά είχε καταφέρει να μείνει έγκυος. Το έχασε στον τρίτο μήνα. Παρηγοριά δεν έψαξε. Αφέθηκε στη λύπη και στον άντρα της. Μετά της έμεινε μόνο η λύπη.
Η Όλγα: «Άκουσες στις ειδήσεις; Ήρθε, λέει, η αφρικάνικη έρημος και μας κάθισε καπέλο πάνω από την Αθήνα. Αστείο μου φάνηκε. Άνοιξα σήμερα τα παράθυρα και κατασκονίστηκαν τα κορίτσια μου. Να τα δεις πως κιτρίνισαν. Θα τα καθαρίσω το βράδυ μ’ ένα πανάκι και λίγη σόδα. Λέω να τους πλύνω και τα ρουχαλάκια τους. Πέρασαν δυο χρόνια από την τελευταία φορά».
Η κυρία Ζερδέ: «Αχ, βρε Όλγα, γεράσαμε. Θυμάσαι τότε που είχα έρθει στο καμαρίνι και σου ζήτησα αυτόγραφο; Κι εσύ χαμογελούσες ως τ' αφτιά. Το έχω ακόμα. Να στο δείξω;» Σηκώνεται, ανοίγει ένα συρτάρι, βγάζει ένα τσαλακωμένο χαρτί. «Τι όμορφη που ήσουν, ε;»
Η Όλγα: «Ήμουν. Καλά το είπες. Τώρα έχω τις κούκλες μου. Να τις πλένω, να τις χτενίζω, να τις στολίζω, να γεμίζω με ψέματα τις ώρες, που πέρασαν τα χρόνια και ξεχάστηκα και το σώμα μου βάρυνε κι οι δόξες μ’ αφήσανε κι άλλη παρηγοριά από τις κούκλες μου δεν έχω. Αλλά καλά είναι. Να μην παραπονιέμαι». Απλώνει το χέρι, σηκώνει το ποτήρι με το νερό. «Να ζήσεις, κυρά μου, κι άλλα τόσα χρόνια».
Η κυρία Ζερδέ: «Ε, αυτό είναι κατάρα!», γελάει.
Η Όλγα: «Να μην το ξέρω να σου κρατώ ένα δώρο. Με πέτυχες στα σκουπίδια».
Η κυρία Ζερδέ: «Δεν μου φέρνεις κι εμένα μια κούκλα, να έχω ένα λόγο που ζω;»
Η Όλγα χαμογελάει και φαίνονται τα ταλαιπωρημένα της δόντια. Η κυρία Ζερδέ βάζει μία κουταλιά ζάχαρη στον καφέ της. Αφήνει το κουταλάκι στο πιατάκι. Σηκώνει το φλιτζάνι. Πίνει μια γουλιά.
Δεν μιλούν άλλο. Τώρα κοιτούν και οι δυο το φως που λιγοστεύει έξω από το παράθυρο.


Γεωργία Βεληβασάκη - Άνοιξη 2017

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Αυτός και Εαυτός


Φωτογραφία από πλάνο του Χίτκσοκ στην ταινία του "The wrong man" (1956)

- Ν’ ανοίξω το παράθυρο, να γίνει φως;
- Μόλις που ξημερώνει. Έχεις καιρό. Κοιμήσου λίγο ακόμη.
- Έχω όνειρα μεγάλα και φτερά!
- Α, σοβαρά; Μη βιάζεσαι. Έχεις καιρό. Να το κουτάλι σου, να τρως, να δυναμώσεις. Κοίτα τον γείτονα τι ωραία που μασάει.
- Να δείξω με το δάχτυλο στον ουρανό το αστέρι το δικό μου;
- Και τι τον θες τον ουρανό; Η γη δεν σε χωράει; Κοίτα τσιμέντα και οικόπεδα και σπίτια και ανέσεις˙ όλα για σένα γίνανε. Πούλα κι αγόρασε. Και τι ωραίος που γίνεσαι. Δεν θες ν’ αρέσεις;
- Να ψιθυρίσω έναν σκοπό και μαγικό να γράψω ένα τραγούδι;
- Σώπα και θα ξυπνήσεις το παιδί! Το νου σου εδώ, στον γείτονα. Τρέξε να τον προφτάσεις. Θα βρεις καιρό για μελωδίες και όνειρα, ωσότου να γεράσεις.
- Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, Αυτέ και Εαυτέ μου, όσα μου γύρεψες όλα σου τα ‘χω δώσει. Την άνθισή μου λαχταρώ! Ήρθε ο καιρός ή ακόμη;
- Έτσι δειλός που ήσουνα και υπάκουος σαν δούλος, ήρθε και σε προσπέρασε. Νύχτωσε πια. Ο χρόνος δεν σου φτάνει.


Γεωργία Α. Βεληβασάκη, Σαμοθράκη 27.06.2017

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Η Χρυσή


(Το διήγημα συμπεριλαμβάνεται στο Ανθολόγιο "Δημιουργική Γραφή - Διαδρομή 2", εκδ. Γραφομηχανή. Η Χρυσή είναι χαρακτήρας εμπνευσμένος από πραγματικό πρόσωπο των παιδικών μου χρόνων. Η ιστορία είναι μυθοπλασία με στοιχείa από περιγραφές της πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης το 1917.)

Μαύρο σεντόνι από άκρη σε άκρη, καπνοί κι ερείπια και δυστυχία στα μάτια των ανθρώπων. Η φωτιά είχε ξεσπάσει τη νύχτα, σ’ ένα από τα παραπήγματα, ψηλά στο λόφο. Με τη βοήθεια ενός αέρα συνωμότη, κατέβηκε ταχύτατα ως την προκυμαία, σκορπίζοντας το φόβο και κατακαίοντας τα σπίτια, τα κτήματα, τους κήπους, ακόμα και τα καΐκια που δεν είχαν προλάβει ν’ απομακρυνθούν από την ακτή. Ορυμαγδός μεγάλος. Έσπαγαν τα τζάμια από τα παράθυρα, στέγες έπεφταν με πάταγο, τα ζώα έσκουζαν και έφευγαν κατατρομαγμένα.
Αλλόφρονες οι χωρικοί έτρεχαν να σωθούν και να σώσουν ό,τι προλάβαιναν. Τα παιδιά κατάπληκτα μπροστά στο μεγαλείο της καταστροφής. Ένα κορίτσι έσφιγγε στην αγκαλιά του μία κότα κι ένα μαξιλάρι χρυσοκέντητο, έψαχνε τη μάνα του, τα δάκρυα χάραζαν ποταμούς στα μάγουλά του. Μία γυναίκα λεχώνα αγγελοκρούστηκε, έδωσε προς τη θάλασσα, με το μωρό στο στήθος, την άσπρη νυχτικιά, τα μαλλιά λυτά στην αγριάδα του αέρα, την έσωσε το χέρι του ανδρός της την τελευταία στιγμή. Άλλοι, με τα πρόσωπα καπνισμένα, ιδρωμένα τα σώματα, κουβαλούσαν με τους κουβάδες το νερό, να πιει το θηρίο, να ησυχάσει. Οι γριές σταυροκοπιόντουσαν˙ποια δύναμη δαιμονική ανέβαζε τις φλόγες στον ουρανό σε τέτοια ύψη και δεν γλίτωναν ούτε τα πουλιά!;
Κατά το ξημέρωμα, ο άνεμος είχε κοπάσει, η φωτιά είχε σιγανέψει, λίγες μόνο εστίες εδώ κι εκεί. Ο λόφος έστεκε κατάμαυρος˙ ένα σύννεφο έσταζε πάνωθέ του, χλευαστικό. Οι χωρικοί είχαν βρει καταφύγιο σε μιαν αλάνα έξω από τον οικισμό, όπου η φωτιά δεν πρόκανε να φτάσει˙ ήταν ανοιχτωσιά και ο αέρας φυσούσε αντίθετα. Σιγά-σιγά, σηκώθηκαν στα πόδια τους. Μετρήθηκαν. Πρώτα ο καθένας τη δική του οικογένεια, ύστερα του διπλανού. Όλοι σωστοί. Ένας μόνο, ο Αρίστος, ρώτησε για τη Χρυσή, που έμενε μονάχη της στην πάνω γειτονιά, ένα στενό κάτω από το σπίτι του, στις παράγκες απ’ όπου φαίνεται πως ξέσπασε η φωτιά. Τη φώναξαν, καμιά απάντηση. «Πάω να δω», είπε ο Αρίστος. Τον ακολούθησαν η Μαρίκα και η Σοφώ.
Τα στενά δρομάκια, άλλοτε με τους βασιλικούς και τα γεράνια δεξιά-αριστερά, ήταν τώρα σωροί από πέτρες και κάρβουνα και σίδερα μαυρισμένα. Η αποφορά από καμένες γάτες και σκυλιά και πρόβατα και ποντίκια τούς έκοβε την ανάσα. Βρήκαν την παράγκα ξεχαρβαλωμένη, δίχως σκεπή. Κάπνιζαν ακόμα τα δοκάρια και από κάτω τους ένα κουβάρι καβουρντισμένο, το χέρι να εξέχει, η σορός της Χρυσής. Μόνο το δαχτυλίδι της έστεκε.
-Την έρμη, την άκουσα μια στιγμή που φώναζε, μα νόμιζα πως ήταν απ’  τη ζούρλα της, Θε μου συγχώρεσέ με! Όταν είδα τη φωτιά να ’ρχεται, έτρεξα να σωθώ, την ξέχασα, είπε η Σοφώ, κούνησε το κεφάλι, έβγαλε ένα μαντίλι, φύσηξε.
-Κρίμας! στεκόταν ακίνητος σαν αποσβολωμένος ο Αρίστος.
-Ζωή σε λόγου μας, παιδιά δεν είχε, δόξα σοι Θε μου που σωθήκαμε κι εμείς, έχουμε δουλειές να κάνομε, πάμε! είπε η Μαρίκα και γύρισε την πλάτη να μη βλέπει.
Πήρε ο καθείς το δρόμο του, ν’ αναμαζέψει ό,τι είχε απομείνει, να ξαναστήσει το σπιτικό του, να ζήσει. 
Η Χρυσή δεν είχε ηλικία. Δεν ήταν ούτε παιδί, ούτε γυναίκα, ούτε γριά. Καμωνόταν πως έβλεπε νεράιδες πάνω στα λουλούδια, τους μιλούσε, δεν άφηνε να τα κόβουν. Τα βράδια την άκουγαν να τραγουδάει έναν παλιό σκοπό, τον ίδιο πάντα. Καμιά φορά ούρλιαζε πως τάχα έρχονταν δαιμόνοι και την πείραζαν και δεν σταματούσε αν κάποιος γείτονας δεν της χτυπούσε την πόρτα, μες στα μεσάνυχτα, να την αποπάρει, «Χρυσή, σώνει πια, να κοιμηθούμε!». Έσερνε το μισερό της πόδι πάνω στο χώμα, γέλαγε δυνατά, της άρεσε να βλέπει τη σκόνη να σηκώνεται, τα παιδιά τη μιμούνταν, οι μανάδες τα μάλωναν. Την κορόιδευαν «αλαφροΐσκιωτη», δεν την ένοιαζε. Τις Κυριακές έπλεκε κοτσίδες τα μαλλιά της, έβαζε το καλό της φουστάνι, το ίδιο πάντα, πήγαινε στην εκκλησία, έστεκε παράμερα, περίμενε να πάρουν όλοι αντίδωρο, άπλωνε τη μαλακή της χούφτα, τη γέμιζε με τα ψίχουλα, τα έτρωγε με μανία, «είναι αμαρτία να τα πετάξουμε», έλεγε. Κάπου-κάπου, έκοβε ζαρζαβατικά από τους κήπους των γειτόνων χωρίς να τους ρωτήσει, αυτοί την άφηναν, ήξεραν πως δεν είχε να φάει από αλλού.
Η καημένη η Χρυσή, εκείνο το πρωί, είχε κατηγορηθεί από τον δάσκαλο, τον κύριο Αντωνάκη, νεοφερμένο στο χωριό, ότι είχε μπει στο μπαξέ του και του είχε κλέψει τα σπανάκια, που είχε φυτεμένα. Η λέξη του της έπεσε βαριά και για να υπερασπίσει τον εαυτό της, ορκίστηκε, «αν έχω κάνει τέτοιο πράμα, να με κάψει ο Θεός!» είπε. Κλείστηκε στο σπίτι της, όλη μέρα δεν βγήκε, μόνο έψελνε ένα τραγούδι θρηνητικό, το ίδιο πάντα.
Και να που έγινε, αργά το βράδυ, ν’ ανάψει το πετρογκάζ για να βράσει τα χόρτα και να την πάρει ο ύπνος στην καρέκλα και να φυσήξει αέρας μέσα από το ανοιχτό της παράθυρο και ν’ αρπάξει η κουρτίνα φωτιά και να ξυπνήσει όταν το ρούχο της είχε πια λαμπαδιάσει και κανείς να μην προστρέξει στις φωνές της και να πεθάνει χορεύοντας σαν νεράιδα μέσα στις φλόγες, που έμελλαν να κάψουν, ύστερα, ολόκληρο το χωριό.


Γεωργία Βεληβασάκη, Αθήνα - 23.9.2016

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Κακό πράμα η τσιγκουνιά



(Το διήγημα συμπεριλαμβάνεται στο Ανθολόγιο "Δημιουργική Γραφή - Διαδρομή 2", εκδ. Γραφομηχανή. Η φωτογραφία είναι από την περιοχή Κιζίλ Τάμπια στο Ηράκλειο της Κρήτης.)

Εκείνο τον καιρό εργαζόμουν στο Λάκκο στην Κρήτη. Μας είχανε περιμαζέψει ένα βράδυ ένεκα του «Διατάγματος περί χαμαιτυπείων» -αν έχεις ακουστά- και χωριστήκαμε, εδώ οι χριστιανές και οι μουσουλμάνες στο Κιζίλ Τάμπια. Όλα προτού μας βομβαρδίσουνε οι Γερμανοί, ανάθεμά τους! Κοκότα εγώ. Δύσκολα τα χρόνια, τι να ‘κανα; Τη μετρέσα, να βάλω μπελά στο κεφάλι μου; Και σαν αρχίσεις τη βίζιτα και να μη σ’ αρέσει, με τον παρά γλυκαίνεσαι. Να σου πω τη μαύρη αλήθεια, δεν το μετάνιωσα. Δουλειά είναι κι αυτή. Άλλοι δουλεύουνε με τα χέρια, άλλοι με το μυαλό, εγώ με την «πραμάτια» μου. Αυτές λυπάμαι, που πάνε και παντρεύονται με θυμιατήρια και βιολιά -από προξενιό ή απ' αγάπη το ίδιο κάνει, το γάιδαρο να δέσουνε- αραδιάζουν κάνα-δυο κουτσούβελα κι ύστερα χωρίζουν με βρισίδια κι άντε να βρεις σειρά. Εκεί να δεις μετανόηση.
Είχα ένα καμαράκι ολόδικό μου, λογαριασμό δεν έδινα. Μονάχα ένας αστυφύλακας ερχόταν μία φορά τη βδομάδα και του ‘κανα μισή ώρα δωρεά, να με αφήνει ήσυχη. Με πόσους κοιμήθηκα ‘κείνα τα χρόνια δεν θυμάμαι. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Είχα ένα σουγιά δεκαπέντε πόντους κάτω απ’ το μαξιλάρι, μην τύχει πέσω σε τρελό και με σακατέψει.
Ένα βράδυ, να κι ένας που ‘κανε το μάγκα. Παπούτσι λουστρίνι μυτερό, κολλημένο το μαλλί με μπριγιαντίνη και το δεξί μανίκι να κρέμεται αφόρετο.
- Καλώς τον όμορφο, λέω.
- Τι θα μας φιλέψεις, κυρά;
Δεν του ‘φτανε αυτό που ‘ρθε να πάρει, ήθελε και τρατάρισμα. Του ‘βγαλα γλυκό σταφύλι, άλλο δεν είχα.
- Πόσο πάει το μαλλί; μου λέει
- Πέντε δραχμές, του λέω εγώ.
- Πολλά δεν είναι;
- Πέντε, άμα θες.
Ο κύριος ήθελε περιποίηση σπέσιαλ. Είναι άλλες που τα κάνουνε αυτά, μα εμένα δεν μ’ αρέσουνε. Έχω το «πράμα» μου, το γυναικείο, το άγιο, πλυμένο, καθαρό, το θέλεις; Πάρτο. Αλλιώς, δρόμο.
- Πάμε, λέει αυτός.
- Τα φράγκα πρώτα, λέω εγώ.
- Α, μετά, έτσι ξέρω.
Έτσι ήξερε ο μπαγλαμάς και ποια τον καλόμαθε και χάλασε την πιάτσα.
Τη μέρα εκείνη είχε πέσει αναδουλειά, λέω άντε. Τραβώ την κουρτίνα, μου ‘ρχεται η μπόχα από το μαραφέτι του, κρίμα τη μπριγιαντίνη και το λουστρίνι το μυτερό. Κάνουμε ό,τι να κάνουμε, στενάζει, τελειώνει το μαρτύριο.
- Με τσι υγείες σου, του λέω, τώρα πέσε!
Βγάνει μου δίνει τα μισά. Ανάθεμά τον, τον βρομιάρη, ήθελε να μου φάει το μεροκάματο.
- Ρε, πέσε, λέω, δεν σηκώνω τέτοια!
- Γιατί, θα μας δείρεις; Ή σάμπως θα φωνάξεις την αστυνομία; Χατίρια δεν είχε!
Δεν ήταν η μέρα του αστυνόμου, αλλιώς θα του 'λεγα του ψευτοπαλικαρά.
- Άμα δεν σου ‘κανα να πήγαινες αλλού, ρε. Ξηγηθήκαμε απ’ την αρχή. Τι άντρας είσαι;
Τι ήθελα και το ‘πα αυτό για το αντριλίκι, σηκώνει το χέρι, μου δίνει μία, σπάει ετούτο εδώ το δόντι, ανάθεμά τον! Τραβώ κι εγώ το μαχαίρι από το μαξιλάρι.
- Τα λεφτά για θα σε σφάξω, δεν σε φοβούμαι, ρε! 
- Παλιοχαρχάλω, λέει, τέτοιες οι δουλειές σου. Α, να χαθείς και δεν θα μου γλιτώσεις!
- Μπα, του λόγου σου που πληρώνεις είσαι κύριος κι εγώ η καταφρονημένη; Επαγγέλλομαι, oρέ! Δηλωμένη με χαρτιά, κολλάω βαρέα-ανθυγιεινά, περνάω από γιατρούς κάθα δεκαπέντε. Τι ήρθες να κάνεις; Τον νταή σε μια γυναίκα μόνη; Σιγά μη σου χρωστώ κι ευγνωμοσύνη που γνώρισες την ομορφιά μου! Ντροπή σου, ρε!
Ανάσα δεν έπαιρνα. Μα το θεό, πού τα ‘βρισκα και τα ΄λεγα, η πουτάνα. 
- Πλέρωνε! Φτου, ρε! έφτυσα κιόλας για να δείξω πως δεν υποχωρώ.
Βάζει το χέρι στην τσέπη. Μου κόπηκε η ανάσα μη και βγάλει κανένα πιστόλι. Τραβά ένα πάκο χαρτονομίσματα, διαλέγει τα σωστά, μου τα πετάει στη μούρη, σηκώνει το δαχτύλι, μ’ ορμηνεύει.
- Δεν θα σε πετύχω αλλού; Θα στο στρίψω το λαρύγγι! κλωτσά μια καρέκλα, φεύγει.
Δεν τον ξανάδα. Παράδες είχε. Ήθελε το τσάμπα. Εμ, έπρεπε να το ‘χα μυριστεί, αφού και το σαπούνι λυπότανε, ο τσιφούτης. Κακό πράμα η τσιγκουνιά, αμαρτία μεγάλη!


Γεωργία Α. Βεληβασάκη, Αθήνα - 13.9.2016

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Οι φίλοι μου

Οι φίλοι μου
κάθε πρωί
υψώνονται
ξεδιπλώνονται
και με χαιρετούν
με απλότητα
χάρη 
και ησυχία
κι εγώ
τους αγαπώ
και τους ποτίζω

και άνω θρώσκω
μέσα από το τζάμι
στο βάθος
στο ύψος

πηγάδι
πού και πού ένα αστέρι
ή σύννεφο
ή βροχή
ουρανός με καγκελωτή υπογραφή
και για ξόβεργα
κεραία

πρωινός χαιρετισμός
ένα πουλί
ένα κρώξιμο
και οι νότες προσπερνούν
και ανεβαίνουν
ως τον ουρανό
ως το πηγάδι

κι όπως
ανθισμένο ροζ
αντανακλά
το μπλε και το πράσινο
ορθώνεται το κίτρινο
υπερήφανο
λεπτό
κοφτερό
να δείξει
τη μεγάλη, τρυφερή σκιά
του κόκκινου.

«Σας βλέπω
ν’ αναρριχάστε
και να γελάτε
έτσι όπως χαϊδεύετε
τον τοίχο του πηγαδιού
που με περιέχει

ώσπου
να φτάσετε κάποτε
στην καγκελωτή υπογραφή τ’ ουρανού
θέλω
να είμαι εδώ
να σας βλέπω
και να σας υποψιάζομαι».

Η συμφωνία τελειώνεται
σε ντο μείζονα αλέγκρο.

Γεωργία Α. Βεληβασάκη

Μουσική συνοδεία για αναγνώστη

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Εγκιβωτισμός. Μια διδασκαλία.



[Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη συμμετοχή μου στη διδασκαλία Δημιουργικής Γραφής στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας 2ου ΣΔΕ Φυλακών Κορυδαλλού"Γιώργος Ζουγανέλης", στις 31 Ιανουαρίου 2017. Συμπεριλαμβάνεται στο Ανθολόγιο "Δημιουργικής Γραφής - Διαδρομή 2", εκδ. Γραφομηχανή. Εδώ το διαβάζετε με περαιτέρω επεξεργασία]

Έξι το πρωί. Ανοίγω τα μάτια. Κοιτάζω το ταβάνι. Έξι και δέκα. Σηκώνομαι. Ανάβω τσιγάρο. Πολύ νωρίς για τις συνήθειές μου. Έχω άγχος, να το πούμε κι αυτό. Παρατηρώ το χέρι μου καθώς χορεύει με το κουταλάκι του καφέ. Θυμάμαι χέρια φυλακισμένων να κόβουν τον αέρα σαν πανιά. Νέα Αλικαρνασσός, 1979. Παιδί στο Δημοτικό και εκδρομή στην αλάνα δίπλα στις φυλακές. Σχεδιάζουμε τετράγωνα πάνω στο χώμα με πέτρες δίπλα-δίπλα. Καμωνόμαστε πώς τάχα ζούμε σε μία μόνο διάσταση. Κλείνουμε πόρτες. Επιτρέπεται να βλέπουμε έξω. Το λέμε. Ανοίγουμε παράθυρα. Πεύκα και σκουριασμένα συρματοπλέγματα στην άκρη της αλάνας. Πιο πάνω τα κτίρια με τα κελιά. Ψηλά, έξω από τα κάγκελα, τα χέρια-σημαίες. Μισοκλείνω τα μάτια να δω. Τι άνθρωποι είναι αυτοί και λαχταρούν έναν μας χαιρετισμό. Μικρά παιδιά εμείς συνηθισμένα στην αδιαφορία των μεγάλων. Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να είχαν κάποια σκοπιμότητα εκείνες οι εκδρομές. Μέχρι την τρίτη τάξη μ΄ έφτασε η βέργα του δασκάλου. Τραβάω μια ρουφηξιά εις μνήμην. 
Εννιά το πρωί. Φυλακές Κορυδαλλού. Σβήνω το τσιγάρο. Το φως του ήλιου πέφτει οριζόντια στη λακκούβα του δρόμου. Έχω άγχος, το παραδέχομαι. Δεν έτυχε να μπω ποτέ σε φυλακή. Ούτε να μιλήσω με φυλακισμένο. Ένα περιστέρι πίνει νερό από τη λακκούβα. Ούτε να διδάξω κάτι σε κάποιον, εδώ που τα λέμε. Μόνο από μακριά ό,τι είδα και ό,τι άκουσα. Το περιστέρι πετάει. Χάνω το περιστέρι.
Κάγκελα. Σιδερένια πόρτα (του τετελεσμένου). Ανοίγει. Κλείνει. Κάγκελα. Σκοτάδι. Άλλη πόρτα (της αβεβαιότητας). Ανοίγει. Κλείνει. «Είναι απαραίτητος ο έλεγχος στο κατάστημα». Δίνω την ταυτότητά μου. Παίρνω την κάρτα. Το γράφει καθαρά, «κατάστημα». Ο υπάλληλος μου προσφέρει ένα χαμόγελο. Καλημέρα σας. Κάγκελα. Πόρτα. Διάδρομος. Στο πάτωμα μωσαϊκά. Θυμάμαι το πάτωμα του σχολείου. Τον δάσκαλο. Τη βέργα. Κάγκελα. Κανένα παράθυρο. Πόρτα (της στενότητας). Κάγκελα. Πόρτα. Πόρτα (της μνήμης, της λήθης). Παίζαμε κάτω από τα πεύκα. Σκαρφαλώναμε. Ένας μια φορά είχε πέσει. Ο δάσκαλος τον έδειρε. Εδώ μπαξές, κάτι κότες, εκεί καφενείο και γαλάζιες καρέκλες με κάγκελα. Πού βρισκόμαστε; Στην αλάνα, κύριε. Πού; Στο προαύλιο. Σωστό. Όχι δεν θα πάρω άλλο καφέ, ευχαριστώ.
Κάγκελα. Πόρτα. Πόρτα. Λαβυρινθώδες το πέρασμα. Πόρτα. Διάδρομος. Κανένα παράθυρο. Κάγκελα. Κάγκελα. Διεισδύω ακάθεκτη ανάμεσα στους εγκάθειρκτους. Πρόσωπα, βλέμματα, καθημερινά, οικεία. Του αδερφού, του πατέρα, του φίλου. Καλημέρα σας. Όλοι βαρυποινίτες. Καλημέρα σας. Καλημέρα. Ληστές. Φονιάδες. Έμποροι ναρκωτικών. Παρουσιάζομαι εγώ η ελάχιστη και αιτούμαι συγκατάβαση κι εκείνο που δεν δικαιούμαι. Σώματα δαμασμένα. Ώμοι γυρτοί. Οι λέξεις ακροβατούν. Χαμηλά, το χάος. Στο βάθος του διαδρόμου ένας προσεύχεται. «Ευχαριστούμε σε, κύριε δεσμοφύλακα. Αμήν.»
 Εφτά οι κρατούμενοι στα θρανία. Μου απλώνουν το χέρι. Έτσι είναι ένα χέρι φυλακισμένου. Το κρατώ μια στιγμή. Σφίγγω τα δάχτυλα του αδερφού, του πατέρα, του φίλου. Γράφω στον πίνακα: «Εγκιβωτισμός». Μια ιστορία μέσα σε μια ιστορία. Ένα παρόν μέσα σ' ένα παρελθόν. Ένα προαύλιο σε μια πόλη. Σκληρότητα μέσα σε απαλότητα. Ένας ληστής σ’ έναν Χριστό. Το περιστέρι στο βλέμμα τού φονιά. Ένα κελί μέσα σ' έναν άνθρωπο. Και τι παράδοξο, ένα παιδί να διδάσκει «εγκιβωτισμό» στους «εγκιβωτισμένους».

Γεωργία Α. Βεληβασάκη, Αθήνα 2017