Πέμπτη 7 Αυγούστου 2008

γράφω έξω στο φως

Γράφω. Γράφω έξω στο φως. Η αγελάδα κοιμάται˙ και το σκυλί κάτω απ΄ την καρέκλα. Καθαρός αποσπασματικός ουρανός, γεμάτος ήχους. Το φως σε λίγο θα γίνει αδίσταχτο και το τραπέζι θ΄ αρχίσει, λες, να χαλάει. Αχ, κύριε Νίκο, πάλι γκρινιάζεις. Γράφω: Το βουνό αυτό δεν κάηκε ακόμα, η θάλασσα αυτή δε στέρεψε ακόμα, ο ορίζοντας αυτός δε μαύρισε ακόμα κι ακόμα ζω. Σαν τυφλός που νομίζει ότι βλέπει. Αλλά τι ιδέα έχω εγώ για τα χρώματα; Αφού δε με λένε Μπεάτε˙ ούτε καν Μαρία. Άκου, κύριε Νίκο. Η ζωή ξημερώνει άλλη ζωή. Αλλά, κάπου, κανένα χαμόγελο. (Παύση πρώτη…) Σειρές επιλογών επιβεβαιώνουν τις μέρες μου. Η επιβεβαίωση αυτή ακυρώνει τη λογική. (Την τυπική. Για τις άλλες δεν ξέρω.) Η έλλειψη νοήματος αποτελεί τη συνεκτικότητα της ακολουθίας τους. Έλλειψη˙ νοήματος˙ (προσδιορισμός.) Αποδοχή˙ (παθητική). Αλλά αύριο θα ξημερώσει άλλη μέρα. (Α-priori συνθετική πρόταση.) Άλλωστε, υπάρχει και θεός που βλέπει. (Α-priori αναλυτική πρόταση˙ αν υπάρχει.) Οι παρενθέσεις μού χαλάνε τη διάθεση. (Επιτυχής επιβεβαίωση επισφαλών βεβαιοτήτων, από το πουθενά...) Χάλασε ο κόσμος. Χωρίς νόημα παρατάσσω τις σκέψεις μου. Συνδηλώσεις χωρίς ειρμό. Μη με ρωτήσεις πού πάνε, κύριε Νίκο, θα γελάσω. Χοάνη. Εξαιρετική. Απύθμενη. Επικίνδυνη. Καθημερινή. Εκεί χάνονται οι λέξεις, τα χρώματα, το νόημα, η σημασία, οι επιλογές… (Παύση δεύτερη…) Τι να διαβάσω πάλι απόψε; Ακόμα δεν κατέχω τίποτα˙ ξέρω. Αμφίβολα δυνατό αν θα τα καταφέρω ποτέ˙ ξέρω. Αμφίβολα νοητό˙ εντάξει, δεν ξέρω αν εντέλει χρειάζεται… (Παύση τρίτη…) Γαμώτο, τα κουνούπια τσιμπάνε πολύ. Κρίμα που δεν έχω ανοίξει κουβέντα με κανέναν άλλον εδώ γύρω. Αλλά και πάλι βαριέμαι να μιλάω. Δεν έχω και καμιά καλή ιστορία ν΄ αφηγηθώ. Για τη νύχτα, ίσως, (που έρχεται πάντα)… ή τους γρύλους… ή το νερό που τρέχει στο διπλανό μπάνιο… ή το μαγαζί του κουλού… ή το ψωμί του ψηλού… ή την τρέλα τους έξω… ή την τρέλα μου μέσα… Άσε˙ η σιωπή σου, κύριε Νίκο μου, απείρως προτιμότερη (αν υποθέσουμε, βέβαια, ότι δε με διαβάζεις κι εσύ κρυφά…) Αυτή η σελίδα δε λέει να τελειώσει. Ομολογώ. Μόνο αυτόν το σκοπό είχα, από την αρχή, βάλει. Να γράφω μέχρι να τελειώσει αυτή εδώ η σελίδα και μόνον, αδιαφορώντας για την οποιαδήποτε τυχαία (οπωσδήποτε τυχαία) σημασία˙ ή νόημα. Ένα βουνό από γράμματα και να μην μπορώ, λέει, να κοιτάξω από πίσω. Είναι πεδιάδα; Θάλασσα; Ή άλλο βουνό; Η τέλεια θέα. Ενδεχομενική. Αθέατη στα μάτια των απλών περαστικών. Όχι, κύριε Νίκο, για να δείτε πρέπει να πληρώσετε. Χρόνο, κύριε Νίκο μου, χρόνο… Τα κουνούπια είναι απίστευτα πολλά και δεν τ΄ αντέχω. Το σκυλί κοιμάται. Και η αγελάδα. Οι άνδρες έχουν πάει για «δουλειές». (Ο κύριος Νίκος, κάτι τέτοιες ώρες, εξαιρείται.) Οι γυναίκες με τα παιδιά. Εγώ με το laptop. Α, λίγο ακόμα κι αλλάζω σελίδα. Πάω για ύπνο…