Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Εγκιβωτισμός. Μια διδασκαλία.



[Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη συμμετοχή μου στη διδασκαλία Δημιουργικής Γραφής στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας 2ου ΣΔΕ Φυλακών Κορυδαλλού"Γιώργος Ζουγανέλης", στις 31 Ιανουαρίου 2017. Συμπεριλαμβάνεται στο Ανθολόγιο "Δημιουργικής Γραφής - Διαδρομή 2", εκδ. Γραφομηχανή. Εδώ το διαβάζετε με περαιτέρω επεξεργασία]

Έξι το πρωί. Ανοίγω τα μάτια. Κοιτάζω το ταβάνι. Έξι και δέκα. Σηκώνομαι. Ανάβω τσιγάρο. Πολύ νωρίς για τις συνήθειές μου. Έχω άγχος, να το πούμε κι αυτό. Παρατηρώ το χέρι μου καθώς χορεύει με το κουταλάκι του καφέ. Θυμάμαι χέρια φυλακισμένων να κόβουν τον αέρα σαν πανιά. Νέα Αλικαρνασσός, 1979. Παιδί στο Δημοτικό και εκδρομή στην αλάνα δίπλα στις φυλακές. Σχεδιάζουμε τετράγωνα πάνω στο χώμα με πέτρες δίπλα-δίπλα. Καμωνόμαστε πώς τάχα ζούμε σε μία μόνο διάσταση. Κλείνουμε πόρτες. Επιτρέπεται να βλέπουμε έξω. Το λέμε. Ανοίγουμε παράθυρα. Πεύκα και σκουριασμένα συρματοπλέγματα στην άκρη της αλάνας. Πιο πάνω τα κτίρια με τα κελιά. Ψηλά, έξω από τα κάγκελα, τα χέρια-σημαίες. Μισοκλείνω τα μάτια να δω. Τι άνθρωποι είναι αυτοί και λαχταρούν έναν μας χαιρετισμό. Μικρά παιδιά εμείς συνηθισμένα στην αδιαφορία των μεγάλων. Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να είχαν κάποια σκοπιμότητα εκείνες οι εκδρομές. Μέχρι την τρίτη τάξη μ΄ έφτασε η βέργα του δασκάλου. Τραβάω μια ρουφηξιά εις μνήμην. 
Εννιά το πρωί. Φυλακές Κορυδαλλού. Σβήνω το τσιγάρο. Το φως του ήλιου πέφτει οριζόντια στη λακκούβα του δρόμου. Έχω άγχος, το παραδέχομαι. Δεν έτυχε να μπω ποτέ σε φυλακή. Ούτε να μιλήσω με φυλακισμένο. Ένα περιστέρι πίνει νερό από τη λακκούβα. Ούτε να διδάξω κάτι σε κάποιον, εδώ που τα λέμε. Μόνο από μακριά ό,τι είδα και ό,τι άκουσα. Το περιστέρι πετάει. Χάνω το περιστέρι.
Κάγκελα. Σιδερένια πόρτα (του τετελεσμένου). Ανοίγει. Κλείνει. Κάγκελα. Σκοτάδι. Άλλη πόρτα (της αβεβαιότητας). Ανοίγει. Κλείνει. «Είναι απαραίτητος ο έλεγχος στο κατάστημα». Δίνω την ταυτότητά μου. Παίρνω την κάρτα. Το γράφει καθαρά, «κατάστημα». Ο υπάλληλος μου προσφέρει ένα χαμόγελο. Καλημέρα σας. Κάγκελα. Πόρτα. Διάδρομος. Στο πάτωμα μωσαϊκά. Θυμάμαι το πάτωμα του σχολείου. Τον δάσκαλο. Τη βέργα. Κάγκελα. Κανένα παράθυρο. Πόρτα (της στενότητας). Κάγκελα. Πόρτα. Πόρτα (της μνήμης, της λήθης). Παίζαμε κάτω από τα πεύκα. Σκαρφαλώναμε. Ένας μια φορά είχε πέσει. Ο δάσκαλος τον έδειρε. Εδώ μπαξές, κάτι κότες, εκεί καφενείο και γαλάζιες καρέκλες με κάγκελα. Πού βρισκόμαστε; Στην αλάνα, κύριε. Πού; Στο προαύλιο. Σωστό. Όχι δεν θα πάρω άλλο καφέ, ευχαριστώ.
Κάγκελα. Πόρτα. Πόρτα. Λαβυρινθώδες το πέρασμα. Πόρτα. Διάδρομος. Κανένα παράθυρο. Κάγκελα. Κάγκελα. Διεισδύω ακάθεκτη ανάμεσα στους εγκάθειρκτους. Πρόσωπα, βλέμματα, καθημερινά, οικεία. Του αδερφού, του πατέρα, του φίλου. Καλημέρα σας. Όλοι βαρυποινίτες. Καλημέρα σας. Καλημέρα. Ληστές. Φονιάδες. Έμποροι ναρκωτικών. Παρουσιάζομαι εγώ η ελάχιστη και αιτούμαι συγκατάβαση κι εκείνο που δεν δικαιούμαι. Σώματα δαμασμένα. Ώμοι γυρτοί. Οι λέξεις ακροβατούν. Χαμηλά, το χάος. Στο βάθος του διαδρόμου ένας προσεύχεται. «Ευχαριστούμε σε, κύριε δεσμοφύλακα. Αμήν.»
 Εφτά οι κρατούμενοι στα θρανία. Μου απλώνουν το χέρι. Έτσι είναι ένα χέρι φυλακισμένου. Το κρατώ μια στιγμή. Σφίγγω τα δάχτυλα του αδερφού, του πατέρα, του φίλου. Γράφω στον πίνακα: «Εγκιβωτισμός». Μια ιστορία μέσα σε μια ιστορία. Ένα παρόν μέσα σ' ένα παρελθόν. Ένα προαύλιο σε μια πόλη. Σκληρότητα μέσα σε απαλότητα. Ένας ληστής σ’ έναν Χριστό. Το περιστέρι στο βλέμμα τού φονιά. Ένα κελί μέσα σ' έναν άνθρωπο. Και τι παράδοξο, ένα παιδί να διδάσκει «εγκιβωτισμό» στους «εγκιβωτισμένους».

Γεωργία Α. Βεληβασάκη, Αθήνα 2017