Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

ITHACA...


ITHACA...

Σημείο συνάντησης: Θύρα 7, παλιό λιμάνι Θεσσαλονίκης. Χρονικές συντεταγμένες: 22112009. Προορισμός: Ιθάκη. Επιβάτες: Κυρίως φοιτητές, νέοι εκκολαπτόμενοι καλλιτέχνες παντός είδους, ψαγμένοι τύποι ή απλοί περαστικοί που είδαμε κόσμο και ήρθαμε. Η τυχαιότητα σαφώς στην υπηρεσία του σκηνοθέτη. Η μουσική αντηχεί από κάπου μακριά ή από κοντά - δεν έχει σημασία. Όχι δεν θα πω κάτι για τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό. Γιατί το βαγόνι είναι μικρό αλλά η τέχνη χωράει παντού. Σαν καράβι που κινάει και δεν ξέρουμε, θα φτάσουμε άραγε;

Αυλαία. Στάση πρώτη, βιολετί νησί στη μέση της ασφάλτου. Το φανάρι ανάβει. Σβήνει. Ανάβει. Η τρελή έχει βάλει τα καλά της, χαμογελά και μας υποδέχεται με σφηνάκια λικέρ. Δύσκολο να αντισταθείς σε τέτοια ομορφιά. «Αχ, σας περίμενα. Είμαι τόσο μόνη εδώ. Παρακαλώ περάστε. Πάρτε κάτι. Είμαι τόσο μόνη!» Την προσπερνάμε έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να κάνουμε κάθε μέρα, αν και με μια μικρή συστολή αφού δεν ξέρουμε, αυτό είναι που περιμένει από μας ο σκηνοθέτης;

Γιατί κατ΄ άλλους εν αρχή ην το πυρ. Όμως οι επίδοξοι εραστές στητοί κάτω από τον ψεύτικο πυρσό απορούν για το μπουλούκι που έτσι ξαφνικά μαζεύτηκε μπροστά στην πόρτα τους. «Και τι είναι αυτά που τραγουδάτε για δάχτυλα βουνά πάνω από θάλασσες φεγγάρια; Εμείς να γαμήσουμε ήρθαμε, φύγετε!»

Μετέωρες ευχές και απορίες και χρώματα και φώτα παράξενα σαν μύηση μυστική που αποκαλύπτεται ξάφνου μόνο σ΄ εκείνον που βλέπει. Στα υπόγεια θα διαδραματιστεί η επόμενη σκηνή. Τεντωμένη σε μια σκάλα από ποιήματα ή σε μιαν απλώστρα για φάσματα μωρά ή σε μια κρεμάστρα για έναν που πνίγεται ή σ΄ ένα στοίχημα για δύο που αδημονούν. Ψηλά και μακριά η απόδραση.

Ίσως ο στυλίτης στην άλλη μεριά να ξέρει. Παίζει ή ξεψυχά; Εκκρεμεί η απάντηση, λεπτοδείκτης που μετρά μέχρι την επόμενη μέρα στον ίδιο δρόμο. Ως τότε, χαμογέλα μπορεί και να είναι ψέματα. Η νύχτα ηχεί σαν πλαστική βροχή ως τον επόμενο σταθμό…

…και δείτε εκεί στα τσακισμένα σπίτια πώς κείται, αφανές στα μάτια των βιαστικών, σιωπηλό και υποταγμένο, στο χρόνο και στη φθορά. Από κουτιά, σας λέω, από σκόνη είναι φτιαγμένο αυτό το παρασκευαστήριο. Δείτε το πώς σκίζεται κάθε φορά που κάποιος στρέφει το βλέμμα αλλού, πώς σκορπίζεται σε ανατολή και δύση. Διαφημίσεις από την πρώτη εποχή, χαμηλά ταβάνια, ασύμμετροι όγκοι μηχανών του σιδερένιου παρελθόντος, εκθέματα ζωής τελειωμένης. Έργο τέχνης σας λέω, έργο τέχνης είναι αυτό το παρασκευαστήριο. Και πόσοι έχουν ζήσει και πόσοι έχουν πεθάνει εδώ τυλιγμένοι σε ρολά κίτρινο χαρτί. Δείτε το πώς στέκεται κάθε φορά που κάποιος στρέφει το βλέμμα του. Όχι δεν θα πάρω άλλο καφέ. Νύχτωσε τώρα.

Τελευταίο πέρασμα, ανάμεσα στα πόδια της. Τ΄ ανοίγει ολότελα η τρελή αιωρούμενη σαν ύφασμα ξεφτισμένο απ΄ τον καιρό. Άφησε το βιολετί νησί της κι ήρθε τρέχοντας με τον αέρα να προλάβει να ζήσει. Μάτια λαίμαργα, ομφάλιοι λώροι, στόματα ανοιχτά, καιόμενες γλώσσες, όλοι του κόσμου οι πεινασμένοι την ακολουθούν με ρυθμό. Κι η μουσική – ένα βιολί ή ένα σαξόφωνο ή ξεχασμένο κάποιο ράδιο ανοιχτό κάπου κοντά ή κάπου μακριά – άκου πώς μας συνδέει ανάλαφρα κάτω από το φως της ολοένα ανατέλλουσας τυχαιότητας ή τέχνης ή ζωής. Και να, κοίτα με, χορεύω κι εγώ δεμένη με σχοινιά απ΄ την κορυφή τ΄ ουρανού ακροβατώντας στο τόξο μαζί με την Ιθάκη και μ΄ όλα της τα πρόσωπα αφού έτσι το θέλησε απόψε ο σκηνοθέτης.

Συμπέρασμα: Η τρελή δεν γίνεται ν΄ απαρνηθεί την τρέλα της χωρίς να χάσει τον εαυτό της.

Μια σούπα από χώμα κι αστέρια είναι ότι πρέπει τέτοια ώρα…

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

orange cafe



ORANGE KAFE

πρωινός καφές στο κέντρο της Βιέννης
ασημιά η γιορτή πίσω απ΄ το τζάμι
χορεύουν στον αέρα οι άγγελοι
απέναντί μου δύο γηραιές σε φόντο γλαυκό
συζητούν ζωηρά δείχνοντας
κι εγώ
διαβάζω: los pasos perdidos

αδερφέ μην κλαις
ένα όνειρο είναι

χθες βράδυ, αργά μεσάνυχτα, πήγα σ' ένα σπίτι
γαλάζιο – όπως τα φορέματα των γηραιών
ολόλευκο το φως καθρεφτιζόταν στα πατώματα
κι η άνοιξη μοσχοβολούσε στους τοίχους
ύστερα ήρθε το σύννεφο
με μια πινελιά μαύρου
σαν υπενθύμιση

καλός ο καφές
ελαφρύς
με μια πικρή εσάνς
όπως οφείλει κι η ζωή καμιά φορά
και οι άνθρωποι

τα μεγάλα παράθυρα
τα έχετε για το φως;
ή για τη μοναξιά;

το λέω γιατί βλέπω κι άλλους μόνους εδώ
αναγνωρίζω αυτή τη ματιά που θέλει να πει αλλά ντρέπεται
που κοιτάζει αμήχανα γύρω
και κλεφτά τις γυναίκες απέναντι

εκείνες ανταποδίδουν το δισταγμό
και λάμπει το χαμόγελο πορτοκαλί
στα ζαρωμένα τους χείλη

και οι πολυέλαιοι;
παρηγορούν το θάνατο;

ξεχωρίζω τις ρυτίδες
και τις δείχνω με το δάχτυλο

όχι δεν θα πάρω άλλο καφέ
μόνο παρακαλώ – αν έχετε την καλοσύνη
κρατήστε μου λίγο το χέρι

δίψασα ουρανό



Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Αίτιο και αιτατό...

όταν στη μαύρη τρύπα κι εσύ πέσεις
θα είναι ήδη περασμένα μεσάνυχτα
και η μέρα που θα ξημερώνει
δεν θα έχει να φέρει
παρά μονάχα τη φρίκη
που τόσο έντεχνα νόμιζες ότι διασκέδαζες...

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

δύο κομμάτια ξύλο



Συγκριτική των Υποκειμένων

Ο εφιάλτης.
το πρωί καφές, μετά δρόμος, μετά πλήθος, μετά κάτι. αδιάφορο προς το παρόν. άνευ προορισμού. χωρίς άλλους. χωρίς πρόσωπα. καθρέφτης: τελεία. «χωρίς σχέδιο»: ελευθερία. ουρά ολοένα πιο αδύναμη να καλύψει το μετά κενό, μετά τίποτα.

Το σωτήριο σχέδιο της ζωής.
το πρωί καφές, μετά δουλειά, μετά φαγητό, μετά οικογένεια, μετά κατανάλωση, μετά ύπνος, το πρωί καφές, μετά κατανάλωση, μετά οικογένεια, ενδιάμεσα λόγια, ενδιάμεσα αποφάσεις, ενδιάμεσα κόμματα, ενδιάμεσα βλέμματα, μετά κάτι, μετά τίποτα.

Αντιστροφή. Συμπεράσματα εκ του αποτελέσματος.
συμβάλλεται με τη λήθη. ενσωματώνεται. περιμένει. στοχεύει στο αύριο. έρχεται. αγαπάει. αγνοεί. απλώνει τα χέρια. επανάληψη σε χρόνο αργό.

αρνείται το χρόνο. το πρόσωπό του. εδώ. μόνο. μ' αυτές τις σειρές από γράμματα. φοβάται τη λήθη. την κανονικότητα. κι όμως. φοβάται αυτό που δεν θα έρθει. χωρίς σχέδιο. χωρίς άλλους. εσω-ματώνεται. απλώνει τα χέρια. ένα κύμα υψώνεται.

Ανοικείωση.
δύο κομμάτια ξύλο τραγουδούν τη θάλασσα.

Γ.Α.Β. 2009





Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

κρύβω έναν δράκο...


Κρύβω μέσα μου έναν ωραίο, άγριο δράκο. Τα καλοκαίρια κάνει πως κοιμάται. Αφήνει χώρο για ζεστό ήλιο και ξένοιαστες παρέες. Ξυπνάει με τις πρώτες βροχές. Σκαρφαλώνει από τη ραχοκοκαλιά μου κι εγκαθίσταται στο κέντρο του θώρακά μου σαν βαρίδι. Τις ημέρες κάνει πως ησυχάζει. Αφήνει χώρο για τις απλές, καθημερινές ασχολίες, τις χωρίς νόημα ή σημασία. Τις νύχτες βρυχάται. Και δεν σταματάει, παρά μονάχα λίγο πριν ξημερώσει...
Τον δράκο μου τον έχω απ΄ όταν ήμουν παιδί. Ούτε και ξέρω πώς τον απέκτησα. Στην αρχή τον φοβόμουν πολύ. Ακόμα τον φοβάμαι. Με ξυπνούσε μες στη νύχτα οργισμένος γιατί κάτι είχα ξεχάσει ή δεν είχα σκεφτεί ή είχα αγνοήσει. Κι όλο με ρωτούσε «τι λείπει;». Μου υπαγόρευε ύστερα ατέλειωτες σειρές από λέξεις και δεν μ΄ άφηνε να κοιμηθώ αν πρώτα δεν τις διάβαζα ξανά και ξανά. Κι αν κάποτε πνιγόμουν από ενοχές και δάκρυα με παρηγορούσε ξαφνικά πως τάχα μ΄ αγαπάει...
Α, ο δράκος μου είναι τρομερός. Τα μάτια του είναι από σκοτάδι κι η γλώσσα του από φωτιά. Σέρνει μαζί του όλους μου τους φόβους, τους πιο κρυφούς κι ανείπωτους μπροστά-μπροστά. Ξέρει να κρύβεται και να χαμογελάει αγγελικά μες στα όνειρά μου κι ύστερα να εμφανίζεται αγέρωχος, κεκοσμημένος με όλα του τα φοβερά στολίδια...
Πάντα με ξυπνάει μες στη νύχτα για να μου δείξει κάποια παλιά μου οφειλή ή κάποια ανάγκη. Με φοβερίζει, με απειλεί να υποσχεθώ και να θυμάμαι. Μου υπαγορεύει ύστερα τις λέξεις. Κι όλο ρωτάει «τι λείπει;». Σφυροκοπάει και κομματιάζει τις σκέψεις μου. Με προκαλεί να βάλω νέα τάξη «πριν ανατείλει ο ήλιος πάλι και κάψει ό,τι γκρεμίσαμε!». Στην καλύτερη περίπτωση θα κοιμηθώ εξαντλημένη το πρωί. Στη χειρότερη θα γράψω ένα τραγούδι ή ένα ποίημα. Φοβάμαι. Φοβάμαι, μη βρω μια μέρα αυτό που λείπει. Φοβάμαι, μη χάσω το δράκο μου. Και μαζί του όλες τις λέξεις...

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

betweenness...



ο ενδιάμεσος χρόνος
ο σκοτεινός
το βάρος που αρνείσαι
το βάρος που εμμένει
κι ύστερα
μόνο μια κάποια ανάμνηση
ωχρή
της αναμονής
που κράτησε
ίσα-ίσα
...


Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

παιδί που παίζει...

ένα σπιτάκι. εκεί στη ρίζα του βουνού και πίσω η θάλασσα γαλάζια. απλό το ποθητό. ένα χελιδόνι μόλις πέρασε. ο αέρας ακίνητος. ξενοιασιά. τα πουλιά πολλά. τα ακούω. να κι άλλο χελιδόνι. το κορίτσι δίπλα γυμνό κοιτάει πού θ΄ ακουμπήσει τη γύμνια του. τρώει μια φέτα καρπούζι. ο Νίκος δεν το βλέπει. ποτίζει με το λάστιχο. το κορίτσι φεύγει. γύρω δάφνες γεράνια βασιλικοί τα πουλιά πολλά. το είπα. και κάπου τα τζιτζίκια. πολλά κι αυτά. βλέπω καπνό ν΄ ανεβαίνει χορεύοντας στον ουρανό. από ξύλα ή αγριόχορτα, δεν έχει σημασία. καπνός θα γίνω μια φορά. θάμπος της μέρας. νύχτα ωραία. μοσχομυριστή. ή και ξημέρωμα. ξημέρωμα ναι. με μια σιωπή σχεδόν κανονική. Νίκο μη σπαταλάς το νερό θάλασσα θα πίνουμε μια μέρα. δυο σπουργίτια χοροπηδάνε κάτω απ΄ το δέντρο. να κι άλλο χελιδόνι. μύρισε το χώμα, χώμα. και λήθη. αλήθεια. και λήθη. θολώνει ο ορίζοντας. γίνεται ένα ο ουρανός με τη θάλασσα. το φως αλλάζει γρήγορα κι ίσα που προλαβαίνω να περιγράψω ό,τι να δω. αυτή τη μικρή στιγμή. εδώ. τώρα. μια πόρτα ανοίγει. ένα παιδί φωνάζει και μου χαλάει τ΄ όνειρο. παιδί που παίζει…



πάω

περνάω

διαμέσου ενός χρόνου ψευδαίσθητου η μέρα φεύγει

κι είναι αυτή η μικρή στιγμή που προσπαθώ μόνο ίσως λίγο να κρατήσω

μα πάντα φεύγει

και μένω μετέωρος να ισορροπώ το "ίσως" αυτό που με βαραίνει

αναπνέω

ακούω

απομακρύνομαι

στο δέρμα μπήγω ένα καρφί για να θυμάμαι

κι ακουμπάω ξανά ήσυχα στην καρέκλα

η μέρα έφυγε...




Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Δεν μας βλέπω να παίζουμε το πρωινό μας τάβλι...


Η ώρα δέκα το πρωί. Ο ήλιος κατεβαίνει τον λόφο απέναντι από την πόρτα. Τζιτζίκια, τιτιβίσματα, κακαρίσματα, παιδιά που τρέχουν εδώ κι εκεί, μανάδες, γεράνια κόκκινα και μωβ, τριανταφυλλιές, χαλί τα χαμολούλουδα του αγρού, ελιές και κυπαρίσσια, λαμποκοπά τριγύρω η μέρα κι εγώ εδώ πιστή στην τρέλα μου μέσα, να γράψω θέλω για ένα βιβλίο που γέμισε ωραία τον καλοκαιρινό μου χρόνο. Σκέφτηκα πως θα έπρεπε να το διαβάσω μια φορά ακόμα για να γράψω κάτι της προκοπής, να σε πείσω πως αξίζει πραγματικά όχι μόνο να το γνωρίσεις, μα να το έχεις σαν έναν από τους θησαυρούς της βιβλιοθήκης σου, αλλά ας όψεται η ανυπομονησία μου να μοιραστώ ό,τι αξίζει. Ο τίτλος ίσως ακουστεί βαρετός: "Ταξίδια στην ιστορία", αλλά το περιεχόμενο κυριολεκτικά με συνεπήρε. Μικρές ιστορίες σε μια συμπύκνωση χωρόχρονου ικανή να σε προβληματίσει με το τι δεν ξέρεις και το τι δεν είδες, με το τι δεν σκέφτηκες και το τι αγνόησες...

"(...) Το βιβλίο αυτό είναι μια μηχανή του χρόνου και ο αναγνώστης του ένας ταξιδιώτης στο παρελθόν: αναχωρεί από την ελληνική Αρχαιότητα, διασχίζει τη Ρωμαιοκρατία, το Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και ταξιδεύει προς τον 20ο αιώνα απολαμβάνοντας το ταξίδι του σαν μια περιήγηση σε μια φαντασμαγορική πινακοθήκη, όπου οι πίνακες ζωντανεύουν, τα πορτραίτα αποκτούν κίνηση και φωνή, ενώ αναβιώνουν κάποια ξεχωριστά ή και άγνωστα επεισόδια της Ιστορίας, με πρωταγωνιστές που έζησαν τόσο στην ορατή όσο και στην αθέατη πλευρά της."

Αντιγράφω:

"(...) Απλώνουμε τα πόδια και στη διπλανή καρέκλα του καφενείου, παραγγέλνουμε το δεύτερο απογευματινό καφέ και αρχίζουμε να μιλάμε για πεθαμένους βασιλιάδες. Κι όταν οι ιστορίες μας κουράσουν (...) εμείς θ΄ ακουμπάμε το βλέμμα στη θάλασσα και θα φανταζόμαστε γαλέρες με καραβοτσακισμένους ιππότες και σταυροφόρους να περνάνε στον ορίζοντα. (...) Μην πείτε ποτέ σ΄ ένα Εγγλέζο ότι ο Ιβανόης είναι πρόσωπο φανταστικό κι ότι ο Ρομπέν των Δασών ήταν ένας μικροκλέφτης που έζησε διακόσια τριακόσια χρόνια πριν από τον Ριχάρδο. Μην πείτε ποτέ σ΄έναν Γάλλο ότι η Ζαν ντ΄ Αρκ δεν υπάρξε πραγματικά. Και μην πείτε σ΄ έναν Έλληνα ότι δεν υπήρξε Κρυφό Σχολειό την εποχή της Τουρκοκρατίας. Στους λαούς αρέσει να φτιάχνουν ιστορίες και μύθους για το παρελθόν τους. Κι αν αυτές οι ιστορίες και οι μύθοι δεν ταιριάζουν με την ιστορική πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. (...)"

Ευχαριστώ τον συγγραφέα, Τάκη Αντωνόπουλο, για την εξαιρετική αυτή εμπειρία ανάγνωσης, καθώς και τον Γιώργο που μου το δώρισε. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Πήγε σχεδόν μεσημέρι. Οι ήχοι έχουν δυναμώσει. Η ζέστη επίσης. Ο φίλος στο διπλανό δωμάτιο έχει ξυπνήσει από ώρα. Διαβάζει τώρα το εν λόγω βιβλίο, από περιέργεια ίσως, αλλά πού και πού σηκώνει το κεφάλι για να σχολιάσει. Θυμάται τον Θουκυδίδη που είχε κάποτε διαβάσει, άλλωστε αποτέλεσε κι εδώ πηγή, ξεφυλλίζει τις ιστορίες με τυχαία σειρά και φαίνεται προσηλωμένος. Χμ, δεν μας βλέπω να παίζουμε το πρωινό μας τάβλι...


Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

τα πολύτιμα...





φορτωμένος με σωρό αχρηστίες
τα πολύτιμά μου
κουβαλώ με ευχαρίστηση
από καιρό σε καιρό
συσσωρεύοντας κι άλλα
κι άλλα
αντηχήσεις
ημέρες
βλέμματα
λέξεις
φωτογραφίες
μιας ζωής που διέφυγε
ενώ εγώ
κλειδωμένος σ΄ αυτό το δωμάτιο
αυτήν την ώρα
ακροβατώ
το βάρος

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

μια στοίβα πιάτα...

μια στοίβα πιάτα λευκά. στην κορυφή κουταλοπήρουνα. μυρωδιά έκπληξης. πικρή. της εγκατάλειψης. το κενό που θα γνώριζα. αναμονή. ατέλειωτος καιρός χωρίς να έρχεσαι μαμά. είμαι δυνατή μη στενοχωριέσαι. θα το φάω όλο μου το φαΐ και σήμερα. ιδανική μου μαμά. ναι πεινάνε τα παιδιά του κόσμου τρώω. ναι είναι αμαρτία να το πετάξουμε τρώω. ναι και μία για τον μπαμπά τρώω. ναι είναι η δύναμή μου τρώω. τρώω το χρόνο. λιγοστεύω. με τρώει το σκουλήκι μαμά. κι ίσως δεν ξέρω ακόμα τι περιμένω. τριάντα εφτά από τα τέσσερα το χάος. αλλά συνεχίζω ακάθεκτη πεπεισμένη ότι καλύτερη δικαιολογία δεν υπάρχει. θα λέω. έφταιγε η μαμά μου. η στοίβα τα λευκά πιάτα. η κορυφή τα κουταλοπήρουνα. κι αυτή η αιθέρια εγκατάλειψη σε μια βεβαιότητα που λίγο-λίγο καταβρόχθισε όλη μου τη δύναμη. για αντίσταση. μαμά. θα σε θυμάμαι. με αγάπη. πάντα. η κόρη σου. των πενήντα πέντε κιλών. συν το φόβο των εξήντα. των τριανταεφτά καιρών. συν το φόβο του αύριο.

Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

κατά τρόπο θετικό...


ένα χαμόγελο

ή λίγες νότες

ή μια ιδέα

ή δυο λέξεις

ή ένα βλέμμα

ή μια συγκατάβαση

ή λίγο χρώμα

ή κάτι παλιό

ή κάτι νέο

ή μια εικόνα

ή μια μυρωδιά

ή μια παύση...



μπορεί ν΄ αλλάξει τη στιγμή
κατά τρόπο θετικό
ώστε να διαφαίνεται στο βάθος
λίγη ελπίδα...


Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Ο ΣΤΟΧΟΣ (Αναγνωστάκης)





το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες
καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας

το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες

(Μ. Αναγνωστάκης)

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

επί της Αττικής Οδού...


Επέστρεφα. Η Αττική Οδός πλούσια σε ουρανό και μπετόν μου χάριζε έναν ορίζοντα σπάνιο για μάτια που ξυπνάνε μετά τις εφτά. Ώρα των χρωμάτων, ώρα των πουλιών, του φεγγαριού που ισορροπεί το σκοτάδι. Ώρα των σκέψεων, της ανάσας που ανακουφίζει τη θλίψη της πεπιεσμένης μας ζωής.

«Τις ει;» Ακροβατεί η απάντηση και τρώει τον εαυτό της πριν να συμβεί τίποτα κακό. Ανάμεσα στις παύσεις, στις τελείες και τα κόμματα υπάρχει πολύς κόσμος, πόσο μάλλον ανάμεσα σ΄ έναν καθρέφτη και το πρόσωπο. Αλλά να, συνηθίζεται να παίρνουμε για αλήθεια όλα τα ψέματα και να τα μετουσιώνουμε σε ζωή κι αυτά, «απολύτως πραγματικά», έτσι νομίζουμε.

Καθρεφτιζόμενη πορεύομαι επί της Αττικής Οδού, θαυμάζοντας το φως να ζωντανεύει. Κι απλώνεται η πόλη, κάτω από αυτό το ανατέλλων, σα θεριό. Λίγα χιλιόμετρα ακόμα κι εγώ θεριό. Αλλιώς τι βίο θα διάγω; Ή θα με πουν τρελό ή βλάκα. Και πώς να προστατέψω τον εαυτό μου από τέτοια βλέμματα. Το «φαίνεσθαι», κύριοι. Αυτό επιδοτείται τη σήμερον ημέραν. «Χαλβάς σιμιγδαλένιος με κουκουνάρι» ή «βακαλάος με φινόκιο» είναι η ζωή μας, «εις δόξαν Θεού» οπωσδήποτε.

Παράθυρο καθημερινό κι αδιέξοδο, λόγια, λόγια, λόγια και μικρά χαμόγελα να κρύψουμε την απογοήτευσή μας. Τουλάχιστον κάποτε είχαμε έναν λόγο καθαρό να παλεύουμε. Τον ονοματίζαμε Τούρκο, Γερμανό, Χούντα ή Χριστό και ριχνόμασταν στη μάχη. Όχι εγώ, ο πατέρας μου ή ο παππούς μου, δεν θυμάμαι. Απλοί άνθρωποι που πίστευαν πως άλλαζαν τον κόσμο. Και τον άλλαξαν. Ευτυχώς πεθάνανε χωρίς να δούνε...

Και τώρα εγώ, εδώ, παλεύω για ένα θεριό χωρίς όνομα. Και χωρίς όνομα πώς να το δω; Πώς να το αντικρούσω; Μοιάζει με το Θεό που με είχες διδάξει, πατέρα, είναι παντού και παντοδύναμο, σα μαριονέτα με χορεύει στο ταψί αν τύχει κι ό,τι θέλει δεν του δίνω, βλέπει τα πάντα και να του ξεφύγω είναι αδύνατον, έχει απαιτήσεις από μένα, πατέρα, υποταγή, κάποια θυσία ίσως, αν και η ζωή μου δεν έχει αξία παρά μόνο ως αριθμός - στο πλήθος των αριθμών προσθέτει ένα ακόμα - τι λίγο. Μικρό ανόητο ένα, τοσοδούλι μου εαυτέ, αντέχεις;

Κατηφορίζοντας, προχθές, την Πατησίων με το ποδήλατο και το θάνατο δίπλα-δίπλα να μ΄ ακουμπάει, στο αριστερό μου χέρι, στο πεζοδρόμιο αριθμός 70, είδα έναν τρελό. Είχε στήσει σπίτι χάρτινο δίπλα στο δρόμο και με μια ντουντούκα διαλαλούσε πως τάχα δεν χωράει στα ρούχα που του δίνουν, «τα δάχτυλά μου στρέβλωσαν στα ωραία σας παπούτσια, κύριοι, κοιτάχτε!» φώναζε, αλλά κανείς δεν σταματούσε ούτε να δει. Τον ρώτησα «τι περιμένεις» κι απάντησε «τα πάνω να κατέβουν, τα κάτω να ανέβουν», «μα δεν μπορεί» του είπα, «είμαι ένα δόρυ» γρύλισε «στην χοντρή τους κοιλιά», «νομίζω πως παραληρείς χωρίς φαΐ τόσο καιρό έχεις ξεχάσει πώς σε λένε», «όχι» μου λέει «τώρα ξέρω, τώρα έχω έναν σκοπό να ζω», «μα θα πεθάνεις, φίλε μου», «ε, να πεθάνω, τότε!» φώναξε και μου γύρισε την πλάτη.

Κατά μήκος της Αττικής Οδού βομβαρδίζομαι ακατασχέτως από διαφημίσεις του τύπου «δόξασε τον Κύριο, αγόρασε κι εσύ ένα εισιτήριο», ή «το Πάσχα γιόρτασε με μιαν ωραία μάσκα», ή «δώρισε ένα γκατζετάκι κι άσε στην άκρη το γκαζάκι» ή «μη ζητάς καθόλου χώρο, κέρδισες άλλο ένα δώρο», ή «κατανάλωσε, κοιμήσου, κάθε μέρα να είναι ίδια, είναι ωραίο να πετάς τη ζωή σου στα σκουπίδια». Σκέφτηκα πως ο τρελός μάλλον θα αδιαφορούσε για όλα αυτά κι έτσι δεν του πήρα τίποτα, ούτε πέρασα ξανά να τον δω, γιατί φοβήθηκα μήπως λιμοκτονήσω κι εγώ μαζί του και δεν ήμουν έτοιμη ακόμα.

Επέστρεφα. Η Αττική Οδός πλούσια σε ουρανό και μπετόν μου χάριζε έναν ορίζοντα σπάνιο για μάτια που δυσκολεύονται να ξυπνήσουν. Επέστρεφα σπίτι.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

η ερώτηση



Ανέβηκα τον τοίχο μου απόψε και κοίταξα
δεν αναγνώρισα τίποτα
μα πάλι όλα μου φαίνονταν τόσο οικεία...


στην αρχή το φως
διασπώμενο σ΄ έναν κόμπο από ιδρώτα
έπειτα η εμπειρία
αλλοπρόσαλλο χορευτικό στις άκρες των νυχιών σου
- θα πέσω -
κι ύστερα πάνω στις πέτρες
η ερώτηση
ποιος αντικατοπτρισμός λάμπει στο σκοτάδι τόσο
και κρατάς τα μάτια σου ανοιχτά
μη τυχόν μείνει μετέωρο
το επόμενο βήμα;


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

έχει έναν ήλιο έξω ωραίο



έχει έναν ήλιο έξω ωραίο
πέφτουν οι αχτίδες πλάγια στην καρέκλα
και αντανακλάται το ωραίο πάλι
μες στου δωμάτιου την ησυχία

ανάσα

ανοίγω ετούτη την οθόνη
που περιγράφει τα όσα είδα

ισχνά τα νέα ως φαίνεται.
κάνει ηχηρό το τίποτα ως κάτι
που αξίζει να ειπωθεί
μα πάλι φοβάμαι μη γίνω βαρετή
σε αυτό που το κοινότυπο βαριέται

ακούω τη μέσα μου φωνή ν΄ αναστενάζει
και δυναμώνω μια στιγμή την ένταση

γλιστερά σκουλήκια
και καφέ στα μπρίκια

σου γελάνεπέφτουν να σε φάνε

αναλλώνω

το μικρό μου χρόνο

σε σκουπίδια
και με ζώνουν φίδια


παύση

κλείσε την πόρτα, μάτια μου
όχι, καμία ρίμα δεν σε σώζει
ή θα σκοτώσεις το ληστή ή...

παύση


έχει έναν ήλιο έξω ωραίο
πέφτουν οι αχτίδες πλάγια στην καρέκλα
και αντανακλάται το ωραίο πάλι
μες στου δωμάτιου την ησυχία.

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

Νιώθω άνοιξη...



κρυστάλλινη η οροφή του κόσμου

θα πέσω

ο χρόνος είναι παιχνίδι για παιδιά

κι εγώ ένας θηρευτής του...

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Ο τοίχος.



η ώρα δέκα το βράδυ κι έχω ήδη κλειδαμπαρωθεί.
δυο και τρεις φορές το κλειδί στην πόρτα.
απ΄ έξω έρχεται ο ήχος του σφυριού που χτυπά με μανία.
κι ο τοίχος δεν πέφτει.

φοβάμαι.
αν ο τοίχος δεν πέφτει προς τι όλος αυτός ο θόρυβος;
οι γείτονες γελάνε δυνατά.
θα ήθελα κι εγώ να γελάσω.

ο εφιάλτης της νύχτας μού δείχνει τον εφιάλτη της μέρας.
ποτέ δεν κοιμάμαι ή ποτέ δεν έχω ξυπνήσει.
δεν εξηγείται αλλιώς.
ο εφιάλτης, λέω.

χθες βράδυ πάλι μου άδειασε το σπίτι.
έλειπαν όλα.
τι αγωνία.
να ξέρεις ότι σου λείπει αβάσταχτα, αλλά να μη θυμάσαι τι.

το ψάχνω καμιά φορά, όρθια, στη μέση του δωματίου.
το ψάχνω επίμονα, σχεδόν με πανικό.
μέχρι που θυμάμαι ότι δεν υπάρχει κι αποφασίζω ότι είναι όνειρο.
ύστερα πηγαίνω μέχρι την κουζίνα και πίνω λίγο νερό.

τι θα γίνει αν μια μέρα δεν ξυπνήσω;
αν στ΄ αλήθεια έχω ξεχάσει κάτι σημαντικό;
κι αν το θυμηθώ.
θα τελειώσει ο εφιάλτης;

ή τότε θ΄ αρχίσει;

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες... (Εμπειρίκος)


είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
όταν τ΄ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ

(Α. Εμπειρίκος)

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

τι να ονειρευτώ και να μη φεύγει; *



ονειρεύτηκα, λέει,
πως άναψα μια φωτιά
κι έκαψα όλες μου
τις απερισκεψίες.

κι ό,τι με συνδράμει
ενοχικά και εμμένει.

και τη σκυλίσια
ακολουθία των "χωρίς νόημα".

κι ό,τι κάθε μέρα με δένει
στην είσοδο. ή στην έξοδο.

ονειρεύτηκα, λέει,
πως τέτοια φωτιά
την ονειρεύονταν κι άλλοι.
δεμένοι κι αυτοί.

και πως μετά δεν έμεινε άλλο
από λιωμένο χρόνο...

Γ.Α.Β.


* ο τίτλος του post ανήκει στην ποιήτρια Βάσω Δανέζη Λαμπρινού

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

de luto...



05/08/1910 - 07/02/2009



Ας ήμουνα μικρό πουλί
φτεράκι να πετάξω
άχνα κι ανεμοψίθυρος
του δρόμου σου να φτάξω

να δω τι κήπο ορέγεσαι
και τι ανθούς θερίζεις
και τίνος συνερίζεσαι
και πίσω δε γυρίζεις...

Ήσουνα ματζουράνα μου
και ρίζα μου του κόσμου
μα ΄γινε στάχτη ο καιρός
κι εθάμπωσέ σε φως μου

Ήσουνα ταίρι της ζωής
τσ αγάπης η εικόνα
κάθε σου αυλάκι ευχόντανε
κανείς να μην επόνα

Στο πεζουλάκι κάθουσουν
και μαντιναδολογούσες
κι αν είναι αέρας η ζωή
γλυκιά τηνε θωρούσες

Και μολογούσες σιγανά:
«Του χάρου δε θα δώσω
΄θελα θωρώ τη νιότη μου
΄θελα την εσκλαβώσω»

Όνειρο σ΄ είδα μάθια μου
σε κήπους κι επερπάτεις
κι απέ μου χαμογέλασες
κι ανέμισες κι εχάθης

Να ΄μουνα λέει μικρό πουλί
ψηλά για να πετάξω
θα μήναγα τον ουρανό
του δρόμου σου ν΄ αλλάξω

Κι αν δεν καταδεχόσουνα
τα πίσω να πορίζεις
θα γένομουν του ονείρου σου
λουλούδι να μυρίζεις...

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

με τι ανάσα...

Το βλέπετε εκείνο το παράθυρο που φέγγει μέσα στο σκοτάδι και τη φθορά;
Είναι οι νύχτες της αϋπνίας
που η ψυχή φοβάται να κοιμηθεί.
Φοβάται, μη τυχόν και δεν έχει ποτέ ξυπνήσει...
Και τι να πεις σ΄ ένα παιδί που δεν το χωράει ο κόσμος που του δείχνουν;
Σε ποια καμπύλωση του χρόνου να τρέξει να κρυφτεί;
Με τι ανάσα;
Κι αν η συνάρτηση του ονείρου του ποτέ δεν κβαντωθεί;...

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Δέντρο είμαι εγώ...



- Δέντρο είμαι εγώ
μ΄ ένα κλωνί
τ΄ αστέρι το θωρώ
μ΄ αυτό δεν με φιλεί
πώς θέλεις να μερώσω;
Ακούω τον Ξυλοκόπο να ΄ρχεται
να ΄ναι θαρρείς για μένα;
Δε θα προλάβω να το δω. Τ΄ αστέρι, λέω.
Κι απ΄ το κλωνί μου φαίνεται η μέρα μακριά...

- Έλα μαζί μου. Το βλέπεις τ΄ αντικρινό βουνό;
Εκεί θα πάμε. Μες στην αποψινή αχλή
ας κοιμηθούμε ήσυχα μέχρι να ξημερώσει.
Κι αφού, θα το κινήσουμε σπίθα με σπίθα
ως την κορφή του ν΄ αγναντέψουμε
το σχέδιο της ζωής μας.
Ένα κλαδάκι είσαι κι εσύ...

Γ.Α.Β.

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Η ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ


Ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης υπήρχε κι ένα, γραμμένο στην αραβική γλώσσα, που το είχε αγοράσει ένας στρατιώτης για λίγα νομίσματα στο Αλκανά του Τολέδου και που οι ανατολιστές δεν το γνωρίζουν, παρά μόνο στην ισπανική εκδοχή του. Το βιβλίο αυτό ήταν μαγικό και κατέγραφε προφητικά τα έργα και τις ημέρες ενός άνδρα απ΄ τα πενήντα χρόνια του ως το θάνατό του, που θα ερχόταν το 1614.
Κανείς δε θα το βρει αυτό το βιβλίο, χάθηκε για πάντα στην περίφημη πυρκαγιά που άναψαν ένας πάπας κι ένας μπαρμπέρης, προσωπικός φίλος του στρατιώτη, όπως διαβάζουμε στο έκτο κεφάλαιο.
Ο άντρας κράτησε το βιβλίο στα χέρια του και δεν το διάβασε ποτέ, αλλά εκπλήρωσε μέχρι κεραίας τη μοίρα που είχε ονειρευτεί ο Άραβας, και θα συνεχίσει να το κάνει για πάντα, γιατί η περιπέτειά του ανήκει πια στη μνήμη των λαών.
Άραγε αυτή η φαντασία είναι πιο εξωφρενική από το ισλαμικό κισμέτ που προϋποθέτει έναν Θεό, ή από την ελεύθερη βούληση που μας παρέχει την τρομερή δυνατότητα να επιλέξουμε την κόλαση;

ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ