Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Η Χρυσή


(Το διήγημα συμπεριλαμβάνεται στο Ανθολόγιο "Δημιουργική Γραφή - Διαδρομή 2", εκδ. Γραφομηχανή. Η Χρυσή είναι χαρακτήρας εμπνευσμένος από πραγματικό πρόσωπο των παιδικών μου χρόνων. Η ιστορία είναι μυθοπλασία με στοιχείa από περιγραφές της πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης το 1917.)

Μαύρο σεντόνι από άκρη σε άκρη, καπνοί κι ερείπια και δυστυχία στα μάτια των ανθρώπων. Η φωτιά είχε ξεσπάσει τη νύχτα, σ’ ένα από τα παραπήγματα, ψηλά στο λόφο. Με τη βοήθεια ενός αέρα συνωμότη, κατέβηκε ταχύτατα ως την προκυμαία, σκορπίζοντας το φόβο και κατακαίοντας τα σπίτια, τα κτήματα, τους κήπους, ακόμα και τα καΐκια που δεν είχαν προλάβει ν’ απομακρυνθούν από την ακτή. Ορυμαγδός μεγάλος. Έσπαγαν τα τζάμια από τα παράθυρα, στέγες έπεφταν με πάταγο, τα ζώα έσκουζαν και έφευγαν κατατρομαγμένα.
Αλλόφρονες οι χωρικοί έτρεχαν να σωθούν και να σώσουν ό,τι προλάβαιναν. Τα παιδιά κατάπληκτα μπροστά στο μεγαλείο της καταστροφής. Ένα κορίτσι έσφιγγε στην αγκαλιά του μία κότα κι ένα μαξιλάρι χρυσοκέντητο, έψαχνε τη μάνα του, τα δάκρυα χάραζαν ποταμούς στα μάγουλά του. Μία γυναίκα λεχώνα αγγελοκρούστηκε, έδωσε προς τη θάλασσα, με το μωρό στο στήθος, την άσπρη νυχτικιά, τα μαλλιά λυτά στην αγριάδα του αέρα, την έσωσε το χέρι του ανδρός της την τελευταία στιγμή. Άλλοι, με τα πρόσωπα καπνισμένα, ιδρωμένα τα σώματα, κουβαλούσαν με τους κουβάδες το νερό, να πιει το θηρίο, να ησυχάσει. Οι γριές σταυροκοπιόντουσαν˙ποια δύναμη δαιμονική ανέβαζε τις φλόγες στον ουρανό σε τέτοια ύψη και δεν γλίτωναν ούτε τα πουλιά!;
Κατά το ξημέρωμα, ο άνεμος είχε κοπάσει, η φωτιά είχε σιγανέψει, λίγες μόνο εστίες εδώ κι εκεί. Ο λόφος έστεκε κατάμαυρος˙ ένα σύννεφο έσταζε πάνωθέ του, χλευαστικό. Οι χωρικοί είχαν βρει καταφύγιο σε μιαν αλάνα έξω από τον οικισμό, όπου η φωτιά δεν πρόκανε να φτάσει˙ ήταν ανοιχτωσιά και ο αέρας φυσούσε αντίθετα. Σιγά-σιγά, σηκώθηκαν στα πόδια τους. Μετρήθηκαν. Πρώτα ο καθένας τη δική του οικογένεια, ύστερα του διπλανού. Όλοι σωστοί. Ένας μόνο, ο Αρίστος, ρώτησε για τη Χρυσή, που έμενε μονάχη της στην πάνω γειτονιά, ένα στενό κάτω από το σπίτι του, στις παράγκες απ’ όπου φαίνεται πως ξέσπασε η φωτιά. Τη φώναξαν, καμιά απάντηση. «Πάω να δω», είπε ο Αρίστος. Τον ακολούθησαν η Μαρίκα και η Σοφώ.
Τα στενά δρομάκια, άλλοτε με τους βασιλικούς και τα γεράνια δεξιά-αριστερά, ήταν τώρα σωροί από πέτρες και κάρβουνα και σίδερα μαυρισμένα. Η αποφορά από καμένες γάτες και σκυλιά και πρόβατα και ποντίκια τούς έκοβε την ανάσα. Βρήκαν την παράγκα ξεχαρβαλωμένη, δίχως σκεπή. Κάπνιζαν ακόμα τα δοκάρια και από κάτω τους ένα κουβάρι καβουρντισμένο, το χέρι να εξέχει, η σορός της Χρυσής. Μόνο το δαχτυλίδι της έστεκε.
-Την έρμη, την άκουσα μια στιγμή που φώναζε, μα νόμιζα πως ήταν απ’  τη ζούρλα της, Θε μου συγχώρεσέ με! Όταν είδα τη φωτιά να ’ρχεται, έτρεξα να σωθώ, την ξέχασα, είπε η Σοφώ, κούνησε το κεφάλι, έβγαλε ένα μαντίλι, φύσηξε.
-Κρίμας! στεκόταν ακίνητος σαν αποσβολωμένος ο Αρίστος.
-Ζωή σε λόγου μας, παιδιά δεν είχε, δόξα σοι Θε μου που σωθήκαμε κι εμείς, έχουμε δουλειές να κάνομε, πάμε! είπε η Μαρίκα και γύρισε την πλάτη να μη βλέπει.
Πήρε ο καθείς το δρόμο του, ν’ αναμαζέψει ό,τι είχε απομείνει, να ξαναστήσει το σπιτικό του, να ζήσει. 
Η Χρυσή δεν είχε ηλικία. Δεν ήταν ούτε παιδί, ούτε γυναίκα, ούτε γριά. Καμωνόταν πως έβλεπε νεράιδες πάνω στα λουλούδια, τους μιλούσε, δεν άφηνε να τα κόβουν. Τα βράδια την άκουγαν να τραγουδάει έναν παλιό σκοπό, τον ίδιο πάντα. Καμιά φορά ούρλιαζε πως τάχα έρχονταν δαιμόνοι και την πείραζαν και δεν σταματούσε αν κάποιος γείτονας δεν της χτυπούσε την πόρτα, μες στα μεσάνυχτα, να την αποπάρει, «Χρυσή, σώνει πια, να κοιμηθούμε!». Έσερνε το μισερό της πόδι πάνω στο χώμα, γέλαγε δυνατά, της άρεσε να βλέπει τη σκόνη να σηκώνεται, τα παιδιά τη μιμούνταν, οι μανάδες τα μάλωναν. Την κορόιδευαν «αλαφροΐσκιωτη», δεν την ένοιαζε. Τις Κυριακές έπλεκε κοτσίδες τα μαλλιά της, έβαζε το καλό της φουστάνι, το ίδιο πάντα, πήγαινε στην εκκλησία, έστεκε παράμερα, περίμενε να πάρουν όλοι αντίδωρο, άπλωνε τη μαλακή της χούφτα, τη γέμιζε με τα ψίχουλα, τα έτρωγε με μανία, «είναι αμαρτία να τα πετάξουμε», έλεγε. Κάπου-κάπου, έκοβε ζαρζαβατικά από τους κήπους των γειτόνων χωρίς να τους ρωτήσει, αυτοί την άφηναν, ήξεραν πως δεν είχε να φάει από αλλού.
Η καημένη η Χρυσή, εκείνο το πρωί, είχε κατηγορηθεί από τον δάσκαλο, τον κύριο Αντωνάκη, νεοφερμένο στο χωριό, ότι είχε μπει στο μπαξέ του και του είχε κλέψει τα σπανάκια, που είχε φυτεμένα. Η λέξη του της έπεσε βαριά και για να υπερασπίσει τον εαυτό της, ορκίστηκε, «αν έχω κάνει τέτοιο πράμα, να με κάψει ο Θεός!» είπε. Κλείστηκε στο σπίτι της, όλη μέρα δεν βγήκε, μόνο έψελνε ένα τραγούδι θρηνητικό, το ίδιο πάντα.
Και να που έγινε, αργά το βράδυ, ν’ ανάψει το πετρογκάζ για να βράσει τα χόρτα και να την πάρει ο ύπνος στην καρέκλα και να φυσήξει αέρας μέσα από το ανοιχτό της παράθυρο και ν’ αρπάξει η κουρτίνα φωτιά και να ξυπνήσει όταν το ρούχο της είχε πια λαμπαδιάσει και κανείς να μην προστρέξει στις φωνές της και να πεθάνει χορεύοντας σαν νεράιδα μέσα στις φλόγες, που έμελλαν να κάψουν, ύστερα, ολόκληρο το χωριό.


Γεωργία Βεληβασάκη, Αθήνα - 23.9.2016

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Κακό πράμα η τσιγκουνιά



(Το διήγημα συμπεριλαμβάνεται στο Ανθολόγιο "Δημιουργική Γραφή - Διαδρομή 2", εκδ. Γραφομηχανή. Η φωτογραφία είναι από την περιοχή Κιζίλ Τάμπια στο Ηράκλειο της Κρήτης.)

Εκείνο τον καιρό εργαζόμουν στο Λάκκο στην Κρήτη. Μας είχανε περιμαζέψει ένα βράδυ ένεκα του «Διατάγματος περί χαμαιτυπείων» -αν έχεις ακουστά- και χωριστήκαμε, εδώ οι χριστιανές και οι μουσουλμάνες στο Κιζίλ Τάμπια. Όλα προτού μας βομβαρδίσουνε οι Γερμανοί, ανάθεμά τους! Κοκότα εγώ. Δύσκολα τα χρόνια, τι να ‘κανα; Τη μετρέσα, να βάλω μπελά στο κεφάλι μου; Και σαν αρχίσεις τη βίζιτα και να μη σ’ αρέσει, με τον παρά γλυκαίνεσαι. Να σου πω τη μαύρη αλήθεια, δεν το μετάνιωσα. Δουλειά είναι κι αυτή. Άλλοι δουλεύουνε με τα χέρια, άλλοι με το μυαλό, εγώ με την «πραμάτια» μου. Αυτές λυπάμαι, που πάνε και παντρεύονται με θυμιατήρια και βιολιά -από προξενιό ή απ' αγάπη το ίδιο κάνει, το γάιδαρο να δέσουνε- αραδιάζουν κάνα-δυο κουτσούβελα κι ύστερα χωρίζουν με βρισίδια κι άντε να βρεις σειρά. Εκεί να δεις μετανόηση.
Είχα ένα καμαράκι ολόδικό μου, λογαριασμό δεν έδινα. Μονάχα ένας αστυφύλακας ερχόταν μία φορά τη βδομάδα και του ‘κανα μισή ώρα δωρεά, να με αφήνει ήσυχη. Με πόσους κοιμήθηκα ‘κείνα τα χρόνια δεν θυμάμαι. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Είχα ένα σουγιά δεκαπέντε πόντους κάτω απ’ το μαξιλάρι, μην τύχει πέσω σε τρελό και με σακατέψει.
Ένα βράδυ, να κι ένας που ‘κανε το μάγκα. Παπούτσι λουστρίνι μυτερό, κολλημένο το μαλλί με μπριγιαντίνη και το δεξί μανίκι να κρέμεται αφόρετο.
- Καλώς τον όμορφο, λέω.
- Τι θα μας φιλέψεις, κυρά;
Δεν του ‘φτανε αυτό που ‘ρθε να πάρει, ήθελε και τρατάρισμα. Του ‘βγαλα γλυκό σταφύλι, άλλο δεν είχα.
- Πόσο πάει το μαλλί; μου λέει
- Πέντε δραχμές, του λέω εγώ.
- Πολλά δεν είναι;
- Πέντε, άμα θες.
Ο κύριος ήθελε περιποίηση σπέσιαλ. Είναι άλλες που τα κάνουνε αυτά, μα εμένα δεν μ’ αρέσουνε. Έχω το «πράμα» μου, το γυναικείο, το άγιο, πλυμένο, καθαρό, το θέλεις; Πάρτο. Αλλιώς, δρόμο.
- Πάμε, λέει αυτός.
- Τα φράγκα πρώτα, λέω εγώ.
- Α, μετά, έτσι ξέρω.
Έτσι ήξερε ο μπαγλαμάς και ποια τον καλόμαθε και χάλασε την πιάτσα.
Τη μέρα εκείνη είχε πέσει αναδουλειά, λέω άντε. Τραβώ την κουρτίνα, μου ‘ρχεται η μπόχα από το μαραφέτι του, κρίμα τη μπριγιαντίνη και το λουστρίνι το μυτερό. Κάνουμε ό,τι να κάνουμε, στενάζει, τελειώνει το μαρτύριο.
- Με τσι υγείες σου, του λέω, τώρα πέσε!
Βγάνει μου δίνει τα μισά. Ανάθεμά τον, τον βρομιάρη, ήθελε να μου φάει το μεροκάματο.
- Ρε, πέσε, λέω, δεν σηκώνω τέτοια!
- Γιατί, θα μας δείρεις; Ή σάμπως θα φωνάξεις την αστυνομία; Χατίρια δεν είχε!
Δεν ήταν η μέρα του αστυνόμου, αλλιώς θα του 'λεγα του ψευτοπαλικαρά.
- Άμα δεν σου ‘κανα να πήγαινες αλλού, ρε. Ξηγηθήκαμε απ’ την αρχή. Τι άντρας είσαι;
Τι ήθελα και το ‘πα αυτό για το αντριλίκι, σηκώνει το χέρι, μου δίνει μία, σπάει ετούτο εδώ το δόντι, ανάθεμά τον! Τραβώ κι εγώ το μαχαίρι από το μαξιλάρι.
- Τα λεφτά για θα σε σφάξω, δεν σε φοβούμαι, ρε! 
- Παλιοχαρχάλω, λέει, τέτοιες οι δουλειές σου. Α, να χαθείς και δεν θα μου γλιτώσεις!
- Μπα, του λόγου σου που πληρώνεις είσαι κύριος κι εγώ η καταφρονημένη; Επαγγέλλομαι, oρέ! Δηλωμένη με χαρτιά, κολλάω βαρέα-ανθυγιεινά, περνάω από γιατρούς κάθα δεκαπέντε. Τι ήρθες να κάνεις; Τον νταή σε μια γυναίκα μόνη; Σιγά μη σου χρωστώ κι ευγνωμοσύνη που γνώρισες την ομορφιά μου! Ντροπή σου, ρε!
Ανάσα δεν έπαιρνα. Μα το θεό, πού τα ‘βρισκα και τα ΄λεγα, η πουτάνα. 
- Πλέρωνε! Φτου, ρε! έφτυσα κιόλας για να δείξω πως δεν υποχωρώ.
Βάζει το χέρι στην τσέπη. Μου κόπηκε η ανάσα μη και βγάλει κανένα πιστόλι. Τραβά ένα πάκο χαρτονομίσματα, διαλέγει τα σωστά, μου τα πετάει στη μούρη, σηκώνει το δαχτύλι, μ’ ορμηνεύει.
- Δεν θα σε πετύχω αλλού; Θα στο στρίψω το λαρύγγι! κλωτσά μια καρέκλα, φεύγει.
Δεν τον ξανάδα. Παράδες είχε. Ήθελε το τσάμπα. Εμ, έπρεπε να το ‘χα μυριστεί, αφού και το σαπούνι λυπότανε, ο τσιφούτης. Κακό πράμα η τσιγκουνιά, αμαρτία μεγάλη!


Γεωργία Α. Βεληβασάκη, Αθήνα - 13.9.2016