Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Η τέχνη είναι η σκοτεινή επιθυμία των πραγμάτων...


"Η τέχνη είναι η σκοτεινή επιθυμία των πραγμάτων. Όλα τους θέλουν να γίνουν εικόνες των μυστικών μας. Ευχαρίστως θα εγκατέλειπαν το ξεθωριασμένο τους νόημα, για να ενδυθούν κάποια από τις μύχιες νοσταλγίες μας. Διεισδύουν στις δονούμενες αισθήσεις μας διψώντας να γίνουν τα προσχήματα των συναισθημάτων μας. Δραπετεύουν από το συμβατικό. Θέλουν να είναι ό,τι εμείς τα θεωρήσουμε. Ευγνώμονα και πρόθυμα θα πάρουν τα νέα ονόματα που θα τους χαρίσει ο καλλιτέχνης. Είναι σαν τα παιδιά που παρακαλούν να τα πάρουμε μαζί μας σε ένα ταξίδι: δεν θα τα καταλάβουν όλα, αλλά οι χιλιάδες σκόρπιες και τυχαίες εντυπώσεις θα αποτυπωθούν απλά και όμορφα στο πρόσωπό τους. Έτσι θέλουν να σταθούν τα πράγματα μπροστά από τις εξομολογήσεις του καλλιτέχνη, αν τα διαλέξει για πρόσχημα του έργου του: να αποσιωπούν και να αποκαλύπτουν συνάμα. Σκοτεινά, μα φωτισμένα από το πνεύμα του, σαν τα πολλά πρόσωπα στο τραγούδι της ψυχής του.

Τούτο το κάλεσμα αφουγκράζεται ο καλλιτέχνης: την επιθυμία των πραγμάτων να γίνουν η γλώσσα του. Αυτός θα τα εξυψώσει από τις δυσβάσταχτες και ανούσιες σχέσεις του συμβατικού στους σπουδαίους συσχετισμούς του βαθύτερου είναι του."

R.M.RILKE
(Μικρά δοκίμια για την τέχνη, εκδ. Printa - Αθήνα 2010)

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

απ΄ τα σύνορα του χρόνου ως την Αϊτή


Μη ρωτάς πού ταξιδεύω πού χαμογελώ

μ΄ ένα σύννεφο παλεύω μ΄ έναν ουρανό.


Για δυο μάτια φεγγαρένια που όταν το παιδί γελά

μοιάζουν θάλασσα ασημένια μες στην ερημιά.


Έλα και πες μου τι να κάνω που φοβάμαι

αυτά τα μάτια που είναι ολόκληρα ένα φως

μη χάσουν κάποτε τον τρόπο που γελάνε.


Έλα και πες μου τι να κάνω που φοβάμαι

αυτά τα μάτια που ανασαίνουν το χαμό

μη χάσουν κάποτε τον τρόπο που κοιτάνε.


Μη ρωτάς πού ταξιδεύω έτσι μοναχή

μια μικρή χαρά ζηλεύω να ΄χει το παιδί.


Το παιδί που ζητιανεύει ξεροκόμματα

και το βήμα του γυρεύει μες στα χρώματα.


Κοίτα το πώς σιγοτρέμει σα φτερό η ψυχή

μα το πρόσωπό του πλένει μια πικρή βροχή.


Έλα και πες μου τι να κάνω που φοβάμαι

έτσι που το παιδί ανασαίνει το χαμό

πως τ΄ άγρια στόματα του κόσμου θα το φάνε…


Έλα και πες μου τι να κάνω που φοβάμαι

αυτά τα μάτια που είναι ολόκληρα ένα φως

μη χάσουν κάποτε τον τρόπο που γελάνε.


Για δυο μάτια που διψάνε μια σταλιά νερό

και ξυπόλητα γυρνάνε κόντρα στον καιρό.


Απ΄ τα σύνορα του χρόνου ως την Αϊτή

αχ, το δάχτυλο του τρόμου δείχνει το παιδί.


Το παιδί που ζητιανεύει ξεροκόμματα

και τη μάνα του γυρεύει μες στα χώματα...


10/02/10

Γ.Α.Β.