Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

μια στοίβα πιάτα...

μια στοίβα πιάτα λευκά. στην κορυφή κουταλοπήρουνα. μυρωδιά έκπληξης. πικρή. της εγκατάλειψης. το κενό που θα γνώριζα. αναμονή. ατέλειωτος καιρός χωρίς να έρχεσαι μαμά. είμαι δυνατή μη στενοχωριέσαι. θα το φάω όλο μου το φαΐ και σήμερα. ιδανική μου μαμά. ναι πεινάνε τα παιδιά του κόσμου τρώω. ναι είναι αμαρτία να το πετάξουμε τρώω. ναι και μία για τον μπαμπά τρώω. ναι είναι η δύναμή μου τρώω. τρώω το χρόνο. λιγοστεύω. με τρώει το σκουλήκι μαμά. κι ίσως δεν ξέρω ακόμα τι περιμένω. τριάντα εφτά από τα τέσσερα το χάος. αλλά συνεχίζω ακάθεκτη πεπεισμένη ότι καλύτερη δικαιολογία δεν υπάρχει. θα λέω. έφταιγε η μαμά μου. η στοίβα τα λευκά πιάτα. η κορυφή τα κουταλοπήρουνα. κι αυτή η αιθέρια εγκατάλειψη σε μια βεβαιότητα που λίγο-λίγο καταβρόχθισε όλη μου τη δύναμη. για αντίσταση. μαμά. θα σε θυμάμαι. με αγάπη. πάντα. η κόρη σου. των πενήντα πέντε κιλών. συν το φόβο των εξήντα. των τριανταεφτά καιρών. συν το φόβο του αύριο.