Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Έξω, Χριστούγεννα...



Μεσάνυχτα. Ο άνδρας ανοίγει την είσοδο της πολυκατοικίας. Σφηνώνει ένα χαρτί στο κάτω μέρος της πόρτας. Η νύχτα ακίνητη. Στον δρόμο κανείς. Ένας στρόβιλος ορμά από την ανοιχτή πόρτα, παγώνει την ανάσα του. Ο άνδρας ανεβαίνει στον τρίτο. Κοντοστέκεται μπροστά στην πόρτα του γείτονα, ενενήντα μοίρες από τη δική του. Αφήνει τα κλειδιά του διαμερίσματός του απέξω. 
   Όλο το απόγευμα τακτοποιούσε τα πράγματά του. Περίμενε κόσμο. Έπλυνε κάτι ξεχασμένα πιάτα στον νεροχύτη. Μάζεψε τα σκουπίδια. Έστρωσε το κρεβάτι. Μ’ ένα πανί καθάρισε το υπηρεσιακό του όπλο, ένα Beretta ενενήντα δύο, διαμετρήματος εννέα, τελευταίο μοντέλο. Δοκίμασε τα δάχτυλά του στη σκανδάλη. Κλείστρο από ανοξείδωτο ατσάλι, μοχλοί ασφαλείας, λαστιχένια λαβή… Το ακούμπησε στο κομοδίνο. Στον καθρέφτη του μπάνιου, τριάντα χρονών μαλλιά και μάγουλα, ίδια με του πατέρα του. Το βλέμμα της μάνας του και η θλίψη της εγκαταστημένη. Πέντε ημέρες αξύριστος. Ξυρίστηκε.  Απόψε στα μάτια του μια τρελή λάμψη.
            Μήνες τώρα δεν του βγαίνουν οι αριθμοί. Εννέα χιλιάδες ευρώ τα χρωστούμενα. Το χαρτί από το Ειρηνοδικείο διπλωμένο και σφηνωμένο κάτω από την εξώπορτα της πολυκατοικίας. «Ειδοποίηση κατάσχεσης. Επισπεύδων…». Θα ενημερωθεί και η υπηρεσία του. Αυτό το τελευταίο τον σάστιζε. Δεν τα είχε υπολογίσει καλά. Έχανε το σπίτι. Όφειλε. Όφειλε στον πατέρα του, που ονειρευόταν αξιώματα και τιμές και μεγαλεία. Όφειλε στη μάνα του και στην αγωνία της να τον δει τακτοποιημένο. Το σπίτι ήταν δικό της. Η αξιοπρέπειά του κομμάτια. Ένας άχρηστος ήταν. Εννέα χιλιάδες ευρώ το χάσμα που τον κατάπινε.  
            Βγάζει από την ντουλάπα την επίσημη αστυνομική του στολή. Ένα-ένα κατονομάζει τα εξαρτήματα σαν να είναι κομμάτια του σώματός του και τα φοράει. Υποδύτης χρώματος λευκού με περιλαίμιο, χιτώνιο χρώματος βαθυκύανου, περισκελίδα τρικό χρώματος μαύρου, λαιμοδέτης χρώματος μαύρου, ζωστήρας δερμάτινος απλός, σκαρπίνια χρώματος μαύρου λουστρίνια, χειρόκτια χρώματος λευκού, το πηλήκιό του χρώματος βαθυκύανου, επωμίδες περαστές στο χιτώνιο, πάνω εκεί τα διάσημά του. Το καθήκον. Σβήνει τη λάμπα του δωματίου. Η νύχτα κρύβει όσα ο νους του δεν μπορεί ν’ αντέξει. Η μάνα του θα ορμούσε στο ασανσέρ. Ούτε που θα πρόσεχε την ανοιχτή εξώπορτα. Και το χαρτί. Ένα ασημένιο φως εκκρεμεί. Ο πατέρας του θα γύριζε το κλειδί του διαμερίσματος. Το χέρι του θα έτρεμε. Σαν σπαθί πάνω από το κεφάλι του. Όλα σωσμένα μετά, χωρίς γυρισμό. Ποδοβολητά. Ο γείτονας θα ξυπνούσε. Έξω, Χριστούγεννα.
            Τρεις ξημερώματα. Παραχωρεί τα υπάρχοντά του μ’ ένα εσεμές. Εννέα χιλιάδες ευρώ ξεπληρώνει απόψε. Όλα τ’ άλλα στον αδελφό του. Πολλή ώρα τα δάχτυλά του σ’ εκείνες τις λέξεις. Η αξιοπρέπειά του ακέραια. Τα δάχτυλά του στο υπηρεσιακό του όπλο. Να μη λυπηθεί κανείς.  
            Εφτά ημέρες αργότερα, ο χρόνος θα άλλαζε χωρίς αυτόν.
             
             
(Γεωργία Βεληβασάκη)


Εξωδιηγητικό σημείωμα της γράφουσας: Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που συνέβη στις 25 Δεκεμβρίου 2016 στην Αθήνα. (Αν είναι του κόσμου οι απελπισμένοι να σωθούν από μιαν απρόσμενη αλλαγή της τύχης, μία μελωδία, έναν χτύπο στην πόρτα τους την κατάλληλη στιγμή, ας γίνει...)