Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

επί της Αττικής Οδού...


Επέστρεφα. Η Αττική Οδός πλούσια σε ουρανό και μπετόν μου χάριζε έναν ορίζοντα σπάνιο για μάτια που ξυπνάνε μετά τις εφτά. Ώρα των χρωμάτων, ώρα των πουλιών, του φεγγαριού που ισορροπεί το σκοτάδι. Ώρα των σκέψεων, της ανάσας που ανακουφίζει τη θλίψη της πεπιεσμένης μας ζωής.

«Τις ει;» Ακροβατεί η απάντηση και τρώει τον εαυτό της πριν να συμβεί τίποτα κακό. Ανάμεσα στις παύσεις, στις τελείες και τα κόμματα υπάρχει πολύς κόσμος, πόσο μάλλον ανάμεσα σ΄ έναν καθρέφτη και το πρόσωπο. Αλλά να, συνηθίζεται να παίρνουμε για αλήθεια όλα τα ψέματα και να τα μετουσιώνουμε σε ζωή κι αυτά, «απολύτως πραγματικά», έτσι νομίζουμε.

Καθρεφτιζόμενη πορεύομαι επί της Αττικής Οδού, θαυμάζοντας το φως να ζωντανεύει. Κι απλώνεται η πόλη, κάτω από αυτό το ανατέλλων, σα θεριό. Λίγα χιλιόμετρα ακόμα κι εγώ θεριό. Αλλιώς τι βίο θα διάγω; Ή θα με πουν τρελό ή βλάκα. Και πώς να προστατέψω τον εαυτό μου από τέτοια βλέμματα. Το «φαίνεσθαι», κύριοι. Αυτό επιδοτείται τη σήμερον ημέραν. «Χαλβάς σιμιγδαλένιος με κουκουνάρι» ή «βακαλάος με φινόκιο» είναι η ζωή μας, «εις δόξαν Θεού» οπωσδήποτε.

Παράθυρο καθημερινό κι αδιέξοδο, λόγια, λόγια, λόγια και μικρά χαμόγελα να κρύψουμε την απογοήτευσή μας. Τουλάχιστον κάποτε είχαμε έναν λόγο καθαρό να παλεύουμε. Τον ονοματίζαμε Τούρκο, Γερμανό, Χούντα ή Χριστό και ριχνόμασταν στη μάχη. Όχι εγώ, ο πατέρας μου ή ο παππούς μου, δεν θυμάμαι. Απλοί άνθρωποι που πίστευαν πως άλλαζαν τον κόσμο. Και τον άλλαξαν. Ευτυχώς πεθάνανε χωρίς να δούνε...

Και τώρα εγώ, εδώ, παλεύω για ένα θεριό χωρίς όνομα. Και χωρίς όνομα πώς να το δω; Πώς να το αντικρούσω; Μοιάζει με το Θεό που με είχες διδάξει, πατέρα, είναι παντού και παντοδύναμο, σα μαριονέτα με χορεύει στο ταψί αν τύχει κι ό,τι θέλει δεν του δίνω, βλέπει τα πάντα και να του ξεφύγω είναι αδύνατον, έχει απαιτήσεις από μένα, πατέρα, υποταγή, κάποια θυσία ίσως, αν και η ζωή μου δεν έχει αξία παρά μόνο ως αριθμός - στο πλήθος των αριθμών προσθέτει ένα ακόμα - τι λίγο. Μικρό ανόητο ένα, τοσοδούλι μου εαυτέ, αντέχεις;

Κατηφορίζοντας, προχθές, την Πατησίων με το ποδήλατο και το θάνατο δίπλα-δίπλα να μ΄ ακουμπάει, στο αριστερό μου χέρι, στο πεζοδρόμιο αριθμός 70, είδα έναν τρελό. Είχε στήσει σπίτι χάρτινο δίπλα στο δρόμο και με μια ντουντούκα διαλαλούσε πως τάχα δεν χωράει στα ρούχα που του δίνουν, «τα δάχτυλά μου στρέβλωσαν στα ωραία σας παπούτσια, κύριοι, κοιτάχτε!» φώναζε, αλλά κανείς δεν σταματούσε ούτε να δει. Τον ρώτησα «τι περιμένεις» κι απάντησε «τα πάνω να κατέβουν, τα κάτω να ανέβουν», «μα δεν μπορεί» του είπα, «είμαι ένα δόρυ» γρύλισε «στην χοντρή τους κοιλιά», «νομίζω πως παραληρείς χωρίς φαΐ τόσο καιρό έχεις ξεχάσει πώς σε λένε», «όχι» μου λέει «τώρα ξέρω, τώρα έχω έναν σκοπό να ζω», «μα θα πεθάνεις, φίλε μου», «ε, να πεθάνω, τότε!» φώναξε και μου γύρισε την πλάτη.

Κατά μήκος της Αττικής Οδού βομβαρδίζομαι ακατασχέτως από διαφημίσεις του τύπου «δόξασε τον Κύριο, αγόρασε κι εσύ ένα εισιτήριο», ή «το Πάσχα γιόρτασε με μιαν ωραία μάσκα», ή «δώρισε ένα γκατζετάκι κι άσε στην άκρη το γκαζάκι» ή «μη ζητάς καθόλου χώρο, κέρδισες άλλο ένα δώρο», ή «κατανάλωσε, κοιμήσου, κάθε μέρα να είναι ίδια, είναι ωραίο να πετάς τη ζωή σου στα σκουπίδια». Σκέφτηκα πως ο τρελός μάλλον θα αδιαφορούσε για όλα αυτά κι έτσι δεν του πήρα τίποτα, ούτε πέρασα ξανά να τον δω, γιατί φοβήθηκα μήπως λιμοκτονήσω κι εγώ μαζί του και δεν ήμουν έτοιμη ακόμα.

Επέστρεφα. Η Αττική Οδός πλούσια σε ουρανό και μπετόν μου χάριζε έναν ορίζοντα σπάνιο για μάτια που δυσκολεύονται να ξυπνήσουν. Επέστρεφα σπίτι.

7 σχόλια:

Κωνσταντίνος Σύρμος είπε...

δύσκολα να διαβάσω μεγάλο κείμενο... από αυτό όμως θα φύγω χορτασμένος... άψογο.

Δήμητρα είπε...

Κι αναρωτιέται κανείς, η μέρα άρχισε μόλις άνοιξα εγώ τα μάτια, ή ήταν πάντα εδώ; Αφού και στα όνειρά μου ακόμη, το ίδιο αντικρύζω.. Μήπως τελικά είμαι εγκλωβισμένη στη σάρκα μου; Τι να κάνω; Να κόψω τις φλέβες μου για ν' αποδράσω απ' αυτην; Και μετά;
Κι εσύ Θεέ που όλα τα γνώρισες και τα γνωρίζεις και τα γνώριζες. Γιατί; Κι αν ήταν στο χέρι μου, θα είχα γεννηθεί κι αναστηθεί γι αυτόν τον κοσμο; Ή θα τον άφηνα να βουλιάξει πιο γρήγορα; Γρήγορα, γρήγορα, να τελειώνεις..

Αυτά μου πέρασαν στιγμιαία απ' το νού κάποτε.. Στιγμιαία γιατί στιγμιαία είναι κι η ζωή..

Δεν ξέρω.. Λέω να ζήσω.

DaisyCrazy είπε...

από όσα σου είπε μάλλον για λογικός μου φάνηκε και όχι τρελός. καθόλου τρελός. τρελοί είμαστε εμείς που τρέχουμε χωρίς νόημα και λόγο πάνω-κάτω όλη μέρα.

Ανώνυμος είπε...

Το να μπορεί κανείς να αφουγκράζεται και να αντιλαμβάνεται τον κόσμο που ζει σημαίνει πως εξακολουθεί να είναι ζωντανός μέσα και έξω του... Καλά ταξίδια λοιπόν... στους κόσμους της βαθιάς ματιάς σου...

Καλή Ανανέωση και ξεκούραση να ευχηθώ τις λίγες μέρες των εορτών.

kryos είπε...

Ένα πρόγραμμα είναι όλη η ζωή μας .... ένα software που πάλλεται και αντιδρά γνωρίζοντας τον πυρήνα μας ποιο καλά κι από μας τους ίδιους .... και σίγουρα μπορεί να σύμπαν να συνωμοτήσει όταν έχει απέναντι μια περιπλανώμενη ψυχή .

Νομίζω ότι αυτή η ματιά σου ( του παρατηρητή , που δυσκολεύεται να συμμετάσχει ) θα οδηγήσει στην αποκάλυψη κάποιου νοήματος ...δείχνει ότι είναι μεταβατικό στάδιο .

Θέλω να σου ευχηθώ τα καλύτερα ....ότι επιθυμείς να το δεις να συμβαίνει μπροστά σου .... αν και είμαι πάντα επιφυλακτικός σ αυτά που επιθυμούμε .

Φιλιά !!!

Bουλα. είπε...

Χριστός Ανέστη.....

Χρόνια πολλά .... Υγεία... αγάπη....και γέλιο στην καρδιά!

Δήμητρα είπε...

Καλημέρα. Χρόνια πολλά. Ακόμη μια χρονιά, ακόμη μια ονομαστική εορτή.. Δεν είναι και τόσο άσχημη η επανάληψη.
Για δωρό θα σου περιγράψω τη θέα απ' το παράθυρο του γραφείου.. Όταν σηκώνω το βλέμμα μου, αντικρύζω ένα απέραντο λιβάδι βρώμικων, μαυρισμένων τσιμέντων σπαρμένο με κάθε λογής κεραίες. Κι εκεί στο βάθος, αν τεντωθώ και λίγο, απλώνεται ένα κομμάτι θάλασσας. Η ομορφιά φανερώνεται κάτι τέτοιες μέρες σαν τη σημερινή, που μια πάχνη καλύπτει την επιφάνειά της. Κι αν τεντώσω λιγάκι την ψυχή, χαμογελάω, βλέπω ομορφιά. Η ομορφιά φανερώνεται κάτι τέτοιες στιγμές, που μια δόση ευτυχίας καλύπτει τη μνήμη και τη λογική.

Χρόνια πολλά και πάλι.
δήμητρα.