Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

"Άφθονη μέρα"



6.30 π.μ.

Κάπου πιο εδώ στοχάζομαι θάναι τα κόκκινα νησιά.
Ελαμπε τ΄ ακρογιάλι μυτερό. Κανείς δε συμβιβάζονταν
με τις οξύτητες με τα γυμνά με τ΄ απερίσκεπτα χαμόγελα.
Τα πρόσωπα χανόνταν απ΄ τα μάτια μου -
δεν ήμουν σίγουρος - σ΄ ένα σκοτάδι με κοιλότητες.
Ο ήλιος ήρθε μακρύς μακρύς κατάπινε όλο το τοπίο.
Υστερα πνίγηκε χορτάτος στη φωτιά
με μια σπουδαία κίνηση. Τότε μεμιάς κολύμπησα
κι εβρέθηκα γυμνός πάνω στους ώμους της αυγής.

8.30 π.μ.

Ηρεμη λησμονιά. Σίγουρο λίκνισμα στην ύλη
πρώτη φορά ιδωμένη σήμερα σε τόσο φως. Ο δρόμος
αίθριος άνοιγε τη διχάλα του περνούσαν ίσκιοι.
Μετά από τόση ταραχή κόσμος περιστρεφόμενος
γύρω από το νερό. Αρμολογημένη η σάρκα μου
με τα κατάλοιπα της νύχτας και με τ΄ αρχικά
στοιχεία της σύνθεσής μου ισοδυναμεί με 8.30΄.
Αρχίζοντας πάντα τελειώνουμε την ώρα τούτη -
συγκέντρωση και διασπορά ένα νόμισμα με δύο πλευρές.

2.30 μ.μ.

Α, προπαντός δροσιά! Και στόχαση μέχρι θανάτου.
Ο θάνατος και το νερό γεννήθηκαν την ίδια μέρα.
Κι εγώ είμαι εδώ για να μιλώ να γίνομαι ορατός.
Τα σώματα που με βασάνισαν λάμπουν εξόριστα έξω.
Μα το δικό μου τόκλεισα στων γεγονότων τη σειρά
και το λησμόνησα. Το βρέχουν όμως τα όνειρα. Και πρέπει
με κάθε τρόπο να κωπηλατήσω. Να υπολογιστεί
το ανέβασμα και το κατέβασμα από τ' άλλο μέρος
του σκοταδιού - σωσίβια και στόχαση περί θανάτου.
Α, προπαντός δροσιά και στόχαση περί θανάτου.
Κι ύστερα ας κρατηθούν ψηλά τα λόγια που επιπλεύσανε.

8.30 μ.μ.

Ζήσε ξανά την όρασή σου την ακοή σου την αφή σου και τη γεύση
σου.
Ξανά από την αρχή από την πρώτη νύχτα που γεννήθηκαν.
Γιατί το ξέρεις μέρα δεν υπάρχει είναι το δόλωμα
για να γλιστρήσεις πάλι προς τη νύχτα να αιχμαλωτιστείς
απ' την παγίδα τούτη που σε σφίγγει κι είναι η μοίρα σου.
Καμιά ξεκούραση και περισυλλογή καμιά δε σου προσφέρεται
όπως μετατοπίζοντας το παρελθόν και το παρόν μέσα στο μέλλον σου
οι αισθήσεις σου έρχονται ξανά γυμνές και τερατώδεις έννοιες
αχόρταγες η αφή σου η γεύση σου η όραση κι η ακοή σου.

12.30 π.μ.

Η λάμπα με φωτίζει απ΄ τόνα μέρος και τα πρόσωπα
στο βάθος θορυβούν φοβούνται τα όνειρα δε συμμετέχουν.
Τεμαχισμένος γύρεψα να μπούνε στη σειρά να γαληνέψουν.
Θα ξανασυνδεθώ μαζί σας είπα όταν θα με πλημμυρίσει η αυγή.
Τώρα ανεβαίνουν μέσα μου και κατεβαίνουν τούτοι οι αμίλητοι
φρουροί που με φωνάζουν άγγελο και δαίμονα.
Ετσι διαχωρισμένος δεν μπορώ. Τα λάθη με πεθαίνουν.
Ακίνητος κοιτάζω το αίμα μου ν΄ ανάβει σιγανές πυρές
και ξάφνου να φωτίζονται φρικιαστικά ενδεχόμενα. Και δεν αντέχω.
Η ανάσα μου πνιγμένη από αριθμούς προσθήκες και σβησίματα
πρέπει να ξαναβρεί τους πνεύμονές μου ορθούς όταν ξυπνήσει.

(Τάκης Σινόπουλος,"ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β΄" - 1957)

1 σχόλιο:

Τάσος Κάρτας είπε...

Ο κόσμος στην εποχή μας, έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά και ταυτόχρονα θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση, συμμετέχοντας, αλλά και παραμένοντας στην απομόνωσή του... Στον παρανοϊκό εφιάλτη αυτού του κόσμου, ο ποιητής, σαν ο πιο ευαίσθητος παρατηρητής του και συμμέτοχος, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιον τρόπο σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την ασθένεια της εποχής, είναι μια ύπαρξη διχοτομημένη, που αγωνίζεται μάταια να ξανακερδίσει τη χαμένη του ακεραιότητα...
ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ δηλαδή ψυχή πυρπολημένη στο ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ των εποχών....